Ξημέρωσε πρωτοχρονιά. Οι ήχοι των χαρτιών που σκίζονταν με λαχτάρα, οι γλυκές κραυγές και η βεβαιότητα ότι ο Άγιος Βασίλης ήπιε όλο το γάλα του κι ο Ρούντολφ έφαγε τα καρότα του, με ζεσταίνει. Τα εξάχρονα δίδυμα αγόρια μου απέκτησαν ότι περίμεναν και ευχήθηκαν, και κάτι παραπάνω. Κουτιά εκπλήξεων τα περίμεναν από παππούδες και φίλους κάτω από το δέντρο μας.
Ξετυλίγουν και χοροπηδούν. Χοροπηδούν και ξετυλίγουν. Ο άντρας μου τραβάει ασταμάτητα φωτογραφίες, κι εγώ δεν προλαβαίνω να αποθηκεύω αναμνήσεις στο μυαλό μου. Όλα γίνονται γρήγορα. Τα παιδία γελούν και δείχνουν το ένα στο άλλο τα αποκτήματά του. Είμαι πλημυρισμένη ικανοποίηση. Αποστολή εξετελέσθη με επιτυχία.
Η γεύση του καφέ μπερδεύεται με έναν αγοραστό κουραμπιέ χωρίς αμύγδαλο. Ο μικρός μου τρέχει με ένα κουτί στα χέρια και το ακουμπά στα δικά μου. Μου το δείχνει με χαρά, με πολύ χαρά. Με πονά το βάρος του ενώ χαζεύω το εξώφυλλό του. Θυμίσεις κι ερωτηματικά μπλέκονται με τις φωνές του.
‘81 ή ‘82; Πως βρέθηκε αυτό το κουτί εδώ; Ποιος το δωρίζει; Υπάρχει ο Άγιος Βασίλης; Το ’81, ναι, στα σίγουρα. Πήγαινα πρώτη δημοτικού. Φορούσα ποδιά και κορδέλα, κι η σάκα μου κουβαλούσε περισπωμένες και δασείες.
*
Τα πρώτα Χριστούγεννα στο καινούργιο μας σπίτι. Διαμέρισμα τριάρι σε πολυκατοικία, με δάνειο. Το δέντρο μας ήταν πεύκο, αληθινό. Κομμένο από τον πατέρα μου, επέλεγε κάθε χρόνο «απ΄ τα δικά μας», μέσα από ένα ξεχασμένο οικόπεδο της μαμάς μου, προίκα της.
Ήταν στολισμένο με γυάλινες μπάλες σαν χοντρή σταγόνα, που το κέντρο τους έμοιαζε με την καρδιά του ροδιού. Η μυτερή κορφή του ήταν στο ίδιο μοτίβο. Τα φωτάκια του ήταν από χοντροκομμένο χρωματιστό πλαστικό κι αναβόσβηναν νευρικά. Ασημένια βροχή από κορδέλες κρέμονταν στα αραιά κλαδιά του δέντρου μας, μαζί με κομμάτια βαμβάκι στις άκρες, για να θύμιζαν χιόνι. Στο τέλος του υπήρχε η γύψινη χειροποίητη φάτνη του μπαμπά με τους πορσελάνινους πρωταγωνιστές των ημερών στο βάθος της. Με αγάπη κι αφοσίωση έφτιαχνε το σπίτι Του Χριστούλη κάθε χρόνο. Έτσι έλεγε, «Ελάτε να φτιάξουμε το σπίτι Του Χριστούλη». Ένα μέτρο ύφασμα, γύψο και ένα κομμάτι ξύλο ξόδευε.
Η μαμά μου έφτιαχνε μόνη τα παραδοσιακά γλυκά των Χριστουγέννων και το είχε πολύ άγχος κάθε φορά. Μας έδινε να δοκιμάζουμε μπουκίτσες, αλλά ο επίσημος δοκιμαστής ήταν ο μπαμπάς – που ήθελε πάντα ένα ακόμα κομμάτι για να είναι σίγουρος.
Οι πιατέλες με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες στολίζονταν πάνω στην σκαλιστή τραπεζαρία με την ασφυκτική μυρωδιά του βουτύρου Κερκύρας να αναβλύζει σε όλο το σπίτι. Η χειροποίητη βασιλόπιτα στολισμένη μέσα σε διάφανο σελοφάν με το έτος πάνω της ξεροψημένο, σχεδιασμένο από φλοίδες αμυγδάλων. Πλεχτά υφάσματα με χριστουγεννιάτικες παραστάσεις στόλιζαν τις πλάτες του καναπέ. Ένα πλαστικό κλειδί γυαλιστερό με το 1981 πάνω του, βουτηγμένο στη χρυσόσκονη είχε καρφωθεί πάνω από την εξώπορτα.
*
«Μαμά, μαμά», μου φωνάζει ο γιος μου με ενθουσιασμό.
«Έλα, να παίξουμε. Θέλω να το παίξουμε». Χοροπηδάει ασταμάτητα κρατώντας το κουτί στα χέρια του. Σαν να έλαβε το πιο μαγικό δώρο του κόσμου, το πιο επιθυμητό, το πιο συναρπαστικό.
«Πήγαινε στον μπαμπά», του λέω, «Δεν ξέρω πως παίζεται».
Κοίταξα το δέντρο μας ενώ ο μικρός μου γύριζε την πλάτη. Πλαστικό, μεγάλο, πυκνό, με ξύλινα παιχνίδια και φουσκωτούς φιόγκους. Τα μονόχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν σαν αργές εκπνοές και δεν έχουμε φάτνη.
Ο άντρας μου αρχίζει να κινείται προς το μέρος μου με βλέμμα απορίας. Το ξέρω αυτό το ύφος, έχει μια απορία καρφωμένη στο μυαλό και μια ερώτηση έτοιμη να βγει από τα χείλη. Πρόλαβα να τον διακόψω,
«Δεν έχουμε φάτνη» του λέω.
*
Λέγαμε τα κάλαντα τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Μικρή ήταν η παρέα λόγω νέας γειτονιάς αλλά με πολύ κέφι και δυνατές φωνές. Γυρίζαμε στο σπίτι με κέρματα και κεράσματα. Εγώ λάτρευα τις καραμέλες βουτύρου. Μπορούσα να λέω τα κάλαντα όλο τον χρόνο, μόνο για να κερδίζω καραμέλες βουτύρου. Μετά τις μοιρασιές, έβαζα τις καραμέλες μου σε ένα κουτί και τις φυλούσα μέσα στο συρτάρι μου, ανάμεσα στις γόμες και τα μολύβια, τις δασείες και τις περισπωμένες μου. Εκεί, ανάμεσα στις μοιρασιές γίνονταν μεταξύ μας η σπουδαιότερη ερώτηση – ίσως όλου του χρόνου.
«Τι θα σου φέρει ο Άι Βασίλης;»
Εγώ είχα ζητήσει μια κούκλα bibi-bο από τον Άγιο Βασίλη. Μπαλαρίνα. Την είχα δει σε μια βιτρίνα πολυκαταστήματος στο κέντρο της Αθήνας σε μια οικογενειακή βόλτα. Ήταν μπροστά-μπροστά στη βιτρίνα μέσα σε ροζ κουτί. Φορούσε φουντωτή φούστα από τούλι και δαντέλα, είχε τα δυο της χέρια ψηλά και τα πόδια της στις μύτες. Την είχα ποθήσει εκείνη την bibi-bo μπαλαρίνα που στο κουτί της έγραφε,
¨ή πιό γλυκειά του κόσμου¨.
Έσφιξα το χέρι της μικρότερης αδελφής μου και της είπα «Είναι η ευχή μου για τα Χριστούγεννα» κι εκείνη χαμογέλασε πονηρά και μετά έκρυψε λίγο προς το μέρος μου και μου είπε «Εγώ θέλω την πριγκίπισσα», και της έσφιξα κι εγώ το χέρι και χαμογέλασα πονηρά.
*
Φτιάχνω τρίτο καφέ και ψαχουλεύω στο ντουλάπι με τα βαζάκια για καραμέλες βουτύρου. Μου φέρνει κάθε χρόνο ο μπαμπάς μου τα Χριστούγεννα. Με πειράζει κάθε φορά λέγοντας «Πρέπει να μου πεις τα κάλαντα πρώτα» κι εγώ του τραγουδάω και ξετυλίγω το χαρτί.
Βάζω δύο στο στόμα μου και τις πιπιλάω με την γλώσσα μου σαν να βυζαίνω. Έχω μπροστά μου το μεγάλο δίσκο με τα αγοραστά παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκά. Κουραμπιέδες χωρίς αμύγδαλο, μελομακάρονα με στέβια και βασιλόπιτα ζαχαροπλαστείου. Το βούτυρο λιώνει στο στόμα μου και φτάνει στην καρδιά.
Ψάχνω στη μικρή βιβλιοθήκη της κουζίνας μου το καρό τετράδιο με της συνταγές της μαμάς μου, προίκα μου. Βρίσκω τα υλικά στα ντουλάπια μου. Τα τοποθετώ όπως εκείνη πάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Όλα τα υλικά έτοιμα και ζυγισμένα, όχι τελευταία στιγμή».
Αρχίζω να φτιάχνω κουραμπιέδες με αμύγδαλο. Ξετυλίγω μια καραμέλα και την πιπιλάω. Τα ταψιά βγήκαν από τον φούρνο, περιμένω να κρυώσουν και πασπαλίζω με άχνη ζάχαρη. Τα παιδιά έχουν έρθει δυο φορές στην κουζίνα, έχουν δοκιμάσει ζύμη κι έχω πάρει έγκριση. Ο άντρας μου τριγυρνά με βλέμμα απορίας και μια ερώτηση έτοιμη να βγει από τα χείλη αλλά δεν την αφήνει. Συνεχίζω με τα μελομακάρονα, με δανεισμένη λεύκη ζάχαρη από την Ελένη στον πρώτο όροφο. «Θα σου φέρω μελομακάρονα» της λέω και προσθέτω «Μήπως έχεις και λίγο γύψο;» Εκείνη δεν λέει τίποτα.
*
Όλα έδειχναν ότι θα παραλάβουμε τα δώρα μας. Ήμασταν κι οι τρεις καλά παιδιά και αγαπημένες αδελφούλες. Το βράδυ η προετοιμασία για τον ύπνο έγινε με τέτοιο συντονισμό που η μαμά μου ευχόταν να είναι παραμονή πρωτοχρονιάς κάθε μέρα. Ξαπλώσαμε οι δύο στο διώροφο κι η μικρότερη στην κούνια. Με την γλυκιά προσμονή κουλουριάστηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Θυμάμαι ακόμα το φτερούγισμα στην εξάχρονη καρδούλα μου που περίμενε να σφίξει στην αγκαλιά της την πρώτη της bibi-bo. Και τα χασκόγελα θυμάμαι παρόλο που δεν ανταλλάξαμε κουβέντα με την αδελφή μου. Θυμάμαι ακόμα πως άκουγα και την δική της καρδούλα να χτύπα από τον πάνω όροφο του κρεβατιού μας.
Δεν ήθελα να με πάρει ο ύπνος, ήθελα να τον περιμένω, ήθελα να τον δω, ήθελα να τον δω να αφήνει το ροζ κουτί που έξω του γράφει, ¨ή πιό γλυκειά του κόσμου¨.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε ξημερώσει. Δεν είχα αντέξει να τον περιμένω αλλά το ξέχασα γρήγορα και σαν αστραπή κατέβηκα από το κρεβάτι ενώ αδελφή μου με ακολούθησε στο σαλόνι. Με γέλια και φωνές φτάσαμε μπροστά στο δέντρο, η μαμά ακλουθούσε με την μικρότερη αδελφή μας αγκαλιά, ο μπαμπάς έλειπε στην δουλειά.
Τα πακέτα ήταν δίπλα στην γύψινη φάτνη, τυλιγμένα με γυαλιστερά χαρτιά και κορδέλες. Αναγνώρισα το δικό μου γιατί ήξερα να διαβάζω το όνομα μου. Τα πήραμε στα χεριά μας με λαχτάρα. Με σφιχτά δοντάκια κι ένα ρίγος να με διαπερνά άρχισα να σκίζω το περιτύλιγμα. Έτρεμαν τα χέρια μου, έτρεμε η καρδιά μου όταν αντίκρισα το δώρο μου.
Φιδάκι& Γκρινιάρης.
Δάγκωσα τα χείλη μου, έσβησε το χαμόγελό μου, έπεσαν η ώμοι μου σα να κουβαλούσα τη τσάντα του σχολείου, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα κι όπως κυλούσαν μου έκαιγαν τα μάγουλα. Έκλαιγα βουβά, δεν ήξερα τι πήγε στραβά, δεν ήξερα σε ποιον να ρίξω την ευθύνη. Ούτε η αδελφή μου πήρε αυτό που ζήτησε αλλά την ξεγέλασε το εξώφυλλο του επιτραπέζιού της. Μόνο η μπέμπα ήταν τρισευτυχισμένη κουνώντας την καινούργια της κουδουνίστρα.
Η μαμά μου με χάιδευε, με αγκάλιαζε και μου έδινε φιλιά κι έλεγε και ξανάλεγε πως, ο Άγιος Βασίλης είχε σε πολλά παιδιά να πάει, και μπορεί να μην προλάβαιναν οι βοηθοί του φτιάξουν ότι ο καθένας μας ζητούσε, και ότι το πιο σπουδαίο ήταν να μην μας ξεχάσει.
«Δεν ζήτησα αυτό!» της είπα.
«Ο Άγιος Βασίλης προσπαθεί να σας ευχαριστήσει όλους. Ίσως δεν είχε στον σάκο του αυτό που ζήτησες. Παρόλα αυτά σου άφησε ένα τέλειο παιχνίδι γιατί ξέρει πως είσαι πολύ έξυπνη».
Δεν με κάλυψε η απάντηση της, ούτε εκείνη η κατάφαση μου. Την άκουσα λίγο αργότερα να κλαίει στην κουζίνα. Πίστεψα πως ούτε σε εκείνη έφερε ο Άγιος Βασίλης αυτό που ζήτησε.
Μπήκα στο δωμάτιο μου κρατώντας το στα χέρια. Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου μου και έβγαλα το κουτάκι με τις καραμέλες βουτύρου. Ξετύλιξα δύο και τις έβαλα στο στόμα μου. Τις πιπίλησα και το βούτυρο έλιωσε και έφτασε στην καρδιά μου. Δεν άνοιξα ποτέ το κουτί του παιχνιδιού, το έκρυψα τόσο καλά που δεν το βρήκα ποτέ ξανά. Σε όλη μου την παιδική ηλικία δεν δέχτηκα ποτέ να παίξω Φιδάκι& Γκρινιάρη.
*
Για πρώτη φορά αγγίζω το σκληρό χαρτόνι του. Μετά από τριάντα οκτώ χρόνια, πιπιλίζοντας δύο καραμέλες βουτύρου που λιώνουν και φτάνουν στην καρδιά.-
Γεωργία Σακκά Ντάουερ
Ονομάζομαι Γεωργία Σακκά Ντάουερ. Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Είμαι απόφοιτος του Τμήματος Προσχολικής Αγωγής, μητέρα δυο αγοριών κι ενός σκύλου. Δύο παραμύθια και ένα διήγημα μου έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις, ενώ ιστορίες μου έχουν δημοσιευτεί ηλεκτρονικά.