Κοιτάζω τον τίτλο στην εφημερίδα, με μεγάλα μαύρα γράμματα, λίγο θολά από το μελάνι του τυπογραφείου και χαμογελώ με περηφάνια. ¨Η Βασίλισσα του Εγκλήματος¨ και από κάτω η φωτογραφία μου, μεγάλη όμως πολύ κακής ποιότητας συνειδητοποιώ και κατσουφιάζω. Μετά από τις επιτυχίες μου, παλεύω με τον εαυτό μου, να είμαι ταπεινή και προσγειωμένη. Βλέποντάς με, όμως στην εφημερίδα, φουντώνει η αυτοπεποίθηση μου και θέλω να τσιρίξω σαν κοριτσάκι. Το ήθος μου και η ηλικία μου όμως δεν μου το επιτρέπουν, έτσι συνεχίζω να διαβάζω το άρθρο που έγραψε κάποιος άγνωστος για μένα αρθρογράφος, με περιέργεια.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή και ακουμπώ την εφημερίδα στα πόδια μου. Το γραφείο και η αναπαυτική καρέκλα μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, επιτρέπουν να κοιτάζω συχνά έξω, ψάχνοντας τις ιδέες μου, ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων και στα παράξενα σχήματα που παίρνουν τα σύννεφα στον ουρανό. Κοιτώντας ξανά την εφημερίδα, με πιάνει το αίσθημα της ανασφάλειας, που προσπαθώ συνεχώς να αποβάλω. Περιμένουν πολλά από μένα οι αναγνώστες μου…Μήπως τους απογοητεύσω;
Η γραφομηχανή μπροστά μου, δεν μιλάει, δεν λέει τίποτα. Μόνο περιμένει. Περιμένει τα δάχτυλα μου, για να πάρει μορφή και να χαμογελάσει. Όμως διστάζω. Δεν έχω ακόμα την επόμενη ιστορία μου. Ψάχνω στα δέντρα, που δειλά δειλά βγάζουν φυλλωσιά και στα σύννεφα, στον γαλάζιο ουρανό για ένα σημάδι, όμως σιωπή. Σιωπή στο μυαλό, σιωπή παντού.
Πρέπει να βγω έξω, να πάρω αέρα, να γεμίσω με χρώματα, μυρωδιές και εικόνες. Σηκώνομαι απότομα και ακούω το θρόισμα της εφημερίδας που πέφτει κάτω, γυρίζω το βλέμμα μου και κοιτάζω ακίνητη τα χαρτιά να πέφτουν όπως τα καφετή φύλλα, το φθινόπωρο στο έδαφος. Το τελευταίο φύλλο, ακούμπησε στο πάτωμα, φανερώνοντας την φωτογραφία μου και εγώ κοιτάζω σαν μαγεμένη λες και μου μιλάει, σαν να θέλει κάτι να μου πει. Παίρνω το βλέμμα μου, βάζω το καπέλο και τα μαύρα γυαλιά μου και κλείνω την πόρτα δυνατά, αφήνοντας πίσω την Αγκάθα στο πάτωμα, να χαμογελάει χαιρέκακα.
Περπατώντας στον δρόμο, ρουφάω όλους τους ήχους του περιβάλλοντος. Ομιλίες περαστικών, διαφωνίες, τον ήχο της σειρήνας ενός περιπολικού, τον ήχο της εξάτμισης ενός παλιού αυτοκίνητου, γέλιο μας κυρίας ντυμένης σαν ξεπεσμένης βασίλισσας και ενός ζητιάνου αόμματου, που ζητάει βοήθεια όμως η φωνή του έχει μια εντυπωσιακή χροιά. Βγάζω ένα δολάριο και το ρίχνω στο τσίγκινο μπολάκι που είχε μπροστά του. Μόλις άκουσε τον ήχο, άπλωσε το χέρι και επεξεργάστηκε το νόμισμα. Μετά, σαν ένας άγγελος με άσπρα μάτια, άνοιξε το στόμα του και είπε:
«Θάνατος μυρίζει γύρω σου. Πρόσεχε!»
Ανοίγω διάπλατα τα μάτια και με την ανατριχίλα να ταξιδεύει σε όλο μου το κορμί, φεύγω γρήγορα μακριά. Κοιτάζω την ώρα στο χρυσό ρολόι που φοράω στο ρυτιδιασμένο μου καρπό, που μου έκανε δώρο ένας θαυμαστής πολύ μικρότερος από μένα. Μεσημέρι. Ψάχνω τριγύρω για ένα καφέ, να πιώ το καθιερωμένο μου τσάι. Αυτήν την φορά εκτός σπιτιού, να αλλάξω λίγο παραστάσεις, να σκεφτώ κάποια πράγματα. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι, με τον ήλιο να φωτίζει και να μου ζεσταίνει την επιδερμίδα. Σπάνιο φαινόμενο, οπότε πρέπει να το απολαύσω. Σηκώνω το κεφάλι μου στον ουρανό, χαμογελώντας ικανοποιημένη για αυτήν την ωραία μέρα και την απόφαση μου.
Μετά από τόσα αστυνομικά μυθιστορήματα, έχω πέσει σε τέλμα. Ίσως είναι και η ηλικία, δεν σκέφτομαι πλέον τόσο δημιουργικά, όπως στα νιάτα μου. Οι αναγνώστες περιμένουν με αγωνία, το επόμενο βιβλίο. Πόσο ευγνώμων είμαι, μόνο να ήξεραν, για όλη αυτήν την αγάπη τόσων χρόνων. Έχω επαφή εδώ και τέσσερα χρόνια με έναν αναγνώστη/θαυμαστή. Μιλάμε με αλληλογραφία και ανυπομονώ κάθε φορά να διαβάσω γράμμα του. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί με τα λόγια του, καταλάβαινε από την αρχή των ψυχισμό μου και έψαχνε σε όλο το βιβλίο να βρει σημάδια της προσωπικότητάς μου. Και τα έβρισκε, παραθέτοντας τα μου, ένα ένα στα γράμματά του. Μια ημέρα, μαζί με το γράμμα του ήρθε και ένα κουτάκι όπου μόλις το άνοιξα, φανερώθηκε ένα χρυσό λεπτό ρολόι μαζί με ένα μικρό γράμμα που έλεγε αυτό ταιριάζει με την χρυσή σου καρδιά. Είχα κολακευτεί πολύ σκεπτόμενη, ότι αν ήμουν είκοσι χρόνια μικρότερη, θα τον παντρευόμουν. Με έχει καταλάβει και ξέρει ποια είμαι, ακόμα καλύτερα και από τους δυο συζύγους που είχα στο παρελθόν. Όμως είμαι πια γριά. Μια λέξη που ποτέ δεν ήθελα να βγει από το στόμα μου, ήρθε όμως η ώρα. Είμαι όμως μια γριά, ικανοποιημένη και χορτασμένη από την ζωή. Τι άλλο να ζητήσω από τον Θεό; Τα πάντα έχω, λέω από μέσα μου, κοιτώντας μια ακόμα φορά τον ουρανό, στέλνοντας ένα άηχο ευχαριστώ ψηλά εκεί, που κάποιος σίγουρα με ακούει, κλείνοντας τα μάτια και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή ζωής και δροσιάς.
Βγάζω το μπλοκ και την πένα μου, έτοιμη για οποιοδήποτε ερέθισμα. Κοιτάζω γύρω μου, όμως η πένα μετέωρη πάνω από το χαρτί, λερώνοντας το με μια σταγόνα μελάνι που έπεσε πάνω του και άρχισε να απλώνετε σιγά σιγά σαν αίμα σε ρούχο. Γέλασα με την σκέψη μου. Μετά από τόσα χρόνια, όλα να τα βλέπω τόσο περίεργα, όμως αυτά με κρατάνε ακόμα στην πρώτη θέση στην Αγγλία. Και το αξίζω!
Μαζεύω γρήγορα τα πράγματά μου και επιστρέφω στο σπίτι, περνώντας πάλι από τον ζητιάνο που με τρόμαξε πριν λίγες ώρες. Καθώς περνώ, σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει μέσα στην ψυχή, λες και είχε μάτια σαν όλους μας. Σταματώ απότομα και ακίνητη απλά τον κοιτάζω, ανήμπορη να στρέψω το βλέμμα μου αλλού. Θυμήθηκα τα λόγια του, έκλεισα τα μάτια και μετά τον ξανακοίταξα. Η ιδέα τρύπωσε μέσα στο μυαλό μου, σαν ηλεκτρισμός. Κατάπια το σάλιο μου, που είχε σταθεί στο λαρύγγι, έτοιμο να με πνίξει και ξερόβηξα. Τότε ο ζητιάνος, γύρισε το βλέμμα του, κοιτώντας κάτω στο τσιμέντο σαν τρελός, κουνώντας το σώμα του μπρος πίσω συνεχώς.
Λαχανιασμένη έφτασα στο σπίτι μου και πριν καθίσω στο γραφείο, κοιτάζω ακόμα μια φορά, την φωτογραφία στο πάτωμα. Κάθομαι στην αναπαυτική καρέκλα, τεντώνω τα δάχτυλα μου και με ένα σατανικό γέλιο που βγήκε από το στόμα μου, αρχίσαν τα δάχτυλα μου να κουνιούνται, ανεξέλεγκτα. Ποτέ πέρασαν 5 μήνες, ούτε εγώ η ίδια δεν το κατάλαβα. Μόνο όταν σχημάτισα την λέξη ΤΕΛΟΣ, συνειδητοποίησα πόσο καιρό γράφω.
« Όχι Αγκάθα, όχι και πάλι όχι. Εγώ αυτό το βιβλίο, δεν το εκδίδω. Όσο και να σε αγαπώ, όσα βιβλία και αν έχουμε εκδώσει μαζί, τώρα λέω όχι. Δεν είναι δυνατόν! Δεν γίνετε όχι!» λέει ο Λάρυ και χτυπάει το χέρι του δυνατά στο γραφείο.
« Θα το εκδώσεις, θέλεις δεν θέλεις, Λάρυ. Αυτό έγραψα, αυτό θα εκδώσεις!» λέω και σηκώνω το ανάστημα μου, με παράλογο εγωισμό.
Ο Λάρυ γουρλώνει τα μάτια του και με κοιτάζει αποσβολωμένος.
« Καταλαβαίνεις τι πας να κάνεις; Σκοτώνεις τον βασικό σου ήρωα τόσων μυθιστορημάτων; Συνειδητοποιείς τι κάνεις; Τι θα πουν οι αναγνώστες σου; Θα χάσεις το κύρος σου, την φήμη σου, την αγάπη των θαυμαστών σου!» λέει περπατώντας πάνω κάτω στο γραφείο του, έξαλλος.
Εγώ γεμάτη αυτοπεποίθηση, δεν με ακουμπάνε τα λόγια του καθόλου.
« Λάρυ μπορείς να ηρεμήσεις; Οι αναγνώστες μου, θα ενθουσιαστούν με το βιβλίο και όλα θα πάνε καλά, πίστεψε με!»
« Δεν μπορώ, κατάλαβε με. Πως σου ήρθε αυτή η ιδέα δεν μπορώ να καταλάβω».
« Λάρυ, θα το εκδώσεις, αλλιώς θα πάω σε άλλον εκδοτικό, να το ξέρεις» λέω και αποχωρώ από το γραφείο, βροντώντας την πόρτα με δύναμη. Χαμογελάω σκεπτόμενη, ότι θα ήθελα να έβλεπα τώρα το ύφος του.
Ενώ ετοιμάζω το απογευματινό μου τσάι, ακούω την πόρτα να χτυπάει. Ανοίγω και βλέπω έναν άντρα μεγάλο, γύρω στα εβδομήντα, όμορφο με γκρίζα μαλλιά, να με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό.
« Γεια σου, Αγκάθα» λέει με μια υπεροχή βαριά φωνή και μάλιστα στον ενικό.
« Ποιος είσαι;» ρωτώ γεμάτη περιέργεια.
« Ο Τζέιμς είμαι» λέει και γεμίζει η ψυχή μου χαρά.
Γεμάτη ενθουσιασμό, του λέω να περάσει μέσα και να καθίσει. Ετοιμάζω ένα ακόμα φλυτζάνι τσάι και τα λόγια αρχίσαν να τρέχουν μέσα στο μικρό σαλόνι μου. Συζητήσεις πέρα από κάθε φαντασία μου. Το λικέρ να ρέει άφθονο και οι ιστορίες επίσης. Του μίλησα για το βιβλίο μου και ενθουσιάστηκε για τον θάνατο του Πουαρό μου. «Καλύτερα να σκοτώνεις τον ήρωά σου πριν τον σκοτώσει το κοινό» αυτό είπε και για ακόμα μια φορά, σιγουρεύτηκα για την επιλογή μου. Όμως στο βλέμμα του, κάτι δεν μου άρεσε.
Πάνω στην παραζάλη, μου έδωσε ένα φιλί. Ένα φιλί που με έκανε να αισθανθώ και πάλι νέα. Στα μάτια ενός άντρα ήμουν και πάλι κοπέλα. Τι ποιο αναζωογονητικό από αυτό; Πόση ζωή ακόμα μπορεί να σου δώσει ένα φιλί σε αυτή την ηλικία; Στα όνειρα μου το βράδυ, ήμουν πάλι γυναίκα, νέα, ανάμεσα σε άντρες συγγράφεις, που με κοιτούσαν με μίσος και ρατσισμό. Γυναίκα συγγραφέας, αν είναι δυνατόν λέγανε και στράβωναν το στόμα τους με κακία. Έβγαλα το πρώτο μου μυθιστόρημα και το βρόντηξα δυνατά σε ένα γραφείο, σηκώνοντας έναν δυνατό αέρα, που τους έριξε όλους κάτω σαν τραπουλόχαρτα. Εγώ, σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου και τους χαμογέλασα με ειρωνεία.
Ξύπνησα με μια αίσθηση έντονης εγωπάθειας. Μου αρέσει όταν νιώθω έτσι, χαμογελάω και τρίβω τα μάτια μου για να ξυπνήσω. Σηκώνομαι σιγά σιγά, γιατί τα κοκάλα μου δεν υπακούν πια και πήγα στο μπάνιο. Κοιτάζω στον καθρέφτη και θυμάμαι ξαφνικά ότι είναι ο Τζέιμς στο σαλόνι δίπλα . Μα πόσο αφελής είμαι πια; Άρχισα να ξεχνάω;
Σκύβω να πλύνω το πρόσωπό μου, παίρνω την πετσέτα στα τυφλά να σκουπιστώ, αφού ξέρω ότι είναι πάντα στην θέση της και όταν κοιτάζω πάλι στον καθρέφτη, ο Τζέιμς ήταν από πίσω μου, σημαδεύοντάς με, με ένα όπλο, με μάτια μαύρα και θολά από οργή. Τρομαγμένη μέχρι το κόκαλο, γυρίζω σιγά σιγά να τον αντικρύσω.
«Σκύλα! Πως μπόρεσες; Θα σε σκοτώσω, σκύλα!» ουρλιάζει τρελαμένος από θυμό.
«Τζέιμς τι συμβαίνει; Γιατί με σημαδεύεις; Κατέβασε το όπλο σε παρακαλώ» λέω με απίστευτη ηρεμία.
« Θα σε σκοτώσω, όπως σκότωσες και εσύ τον ήρωά σου. Γιατί Αγκάθα γιατί; Ήταν ο αγαπημένος μου ήρωας! Ήσουν η αγαπημένη μου! Γιατί Αγκάθα;;; Τόσα χρόνια πιστός σου θαυμαστής, σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα, όλα πήγαιναν καλά, γιατί σκέφτηκες έτσι; Τι σου έκανε;;;» φωνάζει πιάνοντας με το ελεύθερο χέρι το κεφάλι του σαν ψυχοπαθής.
Κοιτάζω το αίμα κάτω στο πάτωμα, μια μικρή λίμνη και απορώ ποιανού είναι. Το δικό μου, το δικό του; Ένα τραγούδι παίζει στα αυτιά μου, όσο κοιτάζω το αίμα, χωρίς ανάσα. Δεν νιώθω πόνο, ούτε δυστυχία, ούτε φόβο. Νιώθω λύτρωση και ευτυχία. Χόρτασα την ζωή μου, τους έρωτες , την επιτυχία. Την επιτυχία ειδικά, την έζησα στο έπακρο. Ανάμεσα σε άντρες, ξεχώρισε μια γυναίκα. Μια γυναίκα ταλαντούχα, δυνατή και παθιασμένη. Γεμάτη ζωή, εμπειρίες και αγάπη. Απέραντη αγάπη! Εγώ!
Δολοφονήθηκε η βασίλισσα του εγκλήματος, Αγκάθα Κρίστι, έγραφε με μεγάλα μαύρα γράμματα ο τίτλος της εφημερίδας. Από κάτω με μικρά γράμματα, έγραφε ότι δολοφονήθηκε σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών από θαυμαστή, μέσα στο μπάνιο της, ο οποίος αυτοκτόνησε ακολουθώντας την στον θάνατο. Μαύρο πένθος έπεσε στην Αγγλία για πολύ καιρό. Θέμα συζήτησης σε καφέ, σε μαγαζιά ακόμα και στην όπερα ήταν αυτή. Η σπουδαία γυναίκα. Το βιβλίο της έκανε ρεκόρ πωλήσεων, στα τόσα χρόνια, τόσων μυθιστορημάτων.
Μετά από δύο χρόνια, κοιτώντας νοσταλγικά έξω από το παράθυρο, ο Λάρυ, σκεφτόταν την Αγκάθα. Πόσο λάθος έκανα για σένα, συλλογίστηκε. Σηκώνει το περιοδικό, να διαβάσει πάλι το άρθρο που μιλάει για αυτήν. Το παγκοσμίου φήμης περιοδικό PEΟPLE, την έχει στην πρώτη θέση της λίστας με τις σημαντικότερες γυναίκες στον κόσμο. Στο εξώφυλλο ,η ωραιότερη φωτογραφία της. Σήμερα οχτώ Μαρτίου, Ημέρα της Γυναίκας! Κοιτάζει τον ουρανό και χαμογελάει.
« Το ήξερες έτσι, Αγκάθα; » λέει και δίνει ένα φιλί στη φίλη του την αγάπη του, την σημαντικότερη γυναίκα στο κόσμο!
Πολύ ωραίο!