Θες έναν κόσμο πιο μεγάλο – angelalala88

Αυτός ο κόσμος μοιάζει σαν να του λείπει κάτι. Σαν να του λείπει η γενναιότητα, η τόλμη, η αυτοθυσία. Ειδικά η αυτοθυσία. Πόσο μεγάλη η προσφορά της, πόσο μεγάλη η ικανοποίηση που παίρνεις από αυτήν. Βάζεις τον άλλον πάνω από τον εαυτό σου κι όχι απαραίτητα επειδή τον αγαπάς, αλλά επειδή η καρδιά σου έτσι το λέει.

Δηλαδή μπορεί να θυσιάσεις εσένα, για έναν άγνωστο ας πούμε, μόνο και μόνο γιατί έτσι το ένιωσες, η λογική στην αυτοθυσία –απ’ ότι φαίνεται- ποτέ δεν είχε τον πρώτο λόγο. Κι όμως με αυτή την υπέρτατη θυσία ο κόσμος κατάφερε να μοιάζει πιο ανθρώπινος, να διατηρεί τις ελπίδες του για μια κάποια αλλαγή, για μια εξέλιξη. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεχνούσαν το εγώ τους, που το «εσύ», το «αυτός», το «αυτή» και το «εμείς» για εκείνους είχε μεγαλύτερη σημασία. Κάποιοι μάλιστα, ακόμα και με τον θάνατο τους, κατάφεραν να εξασφαλίσουν αυτό το «εμείς», αφού ακόμα και νεκροί παρέμεναν ζωντανοί στις σκέψεις των υπόλοιπων ανθρώπων.

Καταπληκτικό έτσι; Να ΄χεις πεθάνει, μα να είσαι πιο ζωντανός απ’ ότι ήσουν όσο ζούσες.

Aυτά σκεφτόταν εκείνο το βράδυ. Καθόταν μόνος σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο, ενώ τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Βέβαια ήταν και τρεις τα ξημερώματα, μόνο άνθρωποι που αγαπούσαν την νυχτερινή ζωή, θα μπορούσαν να γυρίζουν στους δρόμους τέτοια ώρα. Όμως εκείνος ήταν άλλη περίπτωση.

Εκείνος τις τελευταίες μέρες δεν έκλεινε μάτι, ένιωθε περισσότερο κουρασμένος από ποτέ παρόλο που τόσα χρόνια το ωράριο του παρέμενε σταθερό. Το ταξί ήθελε σταθερά χέρια, αντανακλαστικά σε εγρήγορση, ξεκούραστο σώμα και μυαλό. Στα εξήντα του λοιπόν, αυτά όλο και εξασθενούσαν με αποτέλεσμα να προστεθεί εδώ το αίσθημα της ανησυχίας. Είχε επωμιστεί μια ευθύνη, να μεταφέρει ανθρώπους από το σημείο που τους έπαιρνε, στο σημείο που εκείνοι επιθυμούσαν όμως γιατί τώρα ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε αυτήν;

Τα ένσημα τα είχε, μπορούσε να ζητήσει πρόωρη σύνταξη από τα εξήντα του. Όμως δεν ήθελε. Και δεν ήθελε γιατί, ακόμα δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως τώρα βρισκόταν στη δύση της ηλικίας του, πως οι δυνάμεις του πια είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. Στο μυαλό του υπήρχε μόνο μια σκέψη: όσο μπορούσε ακόμα να προσφέρει στην κοινωνία αλλά και στον εαυτό του, θα το έκανε. Άλλωστε η σύνταξη δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, περισσότερα λεφτά κέρδιζε από τον μισθό του. Γι’ αυτό είχε αποφασίσει να περιμένει, τουλάχιστον ένα χρόνο, να δει αν τα πράγματα θα χειροτέρευαν ή αν θα μπορούσε να αντέξει περισσότερο.

Δεν κατάλαβε τίποτα ή μάλλον δεν πρόλαβε να καταλάβει. Από το πουθενά, εμφανίστηκε μια γυναίκα που έκατσε δίπλα του στο παγκάκι κι άναψε θυμωμένη το τσιγάρο της, σαν να μην υπήρχε εκείνος ακριβώς δίπλα, ή καλύτερα σαν να μην τον είχε προσέξει καθόλου. Με την άκρη του ματιού του άρχισε διακριτικά να την περιεργάζεται.

Ήταν το πολύ είκοσι πέντε χρονών, με πολύ σγουρά μαλλιά και όμορφα χαρακτηριστικά που όμως κάπως είχαν παραμορφωθεί από τον θυμό και… ίσως την απελπισία. Σαν ένα ξερόκλαδο απόκληρο από το πιο όμορφο δέντρο, που κάπου κάπου παράδερνε στον άνεμο. Μοναχικό, μα πάλι από το πιο όμορφο δέντρο.

Ξερόβηξε, με σκοπό να κάνει επιτέλους αισθήτη την παρουσία του.

Εκείνη γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι, μάλλον ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της που πραγματικά δεν είχε αντιληφθεί τίποτε άλλο και τώρα είχε στ’ αλήθεια τρομάξει από την παρουσία του αγνώστου δίπλα της.

«Με συγχωρείτε. Μήπως σας ενοχλώ; Να φύγω;», του είπε.

«Όχι, δεν με πειράζει κάτσε. Δεν μ’ ενοχλείς.»

«Σας πειράζει το τσιγάρο;»

«Μπα. Και ‘γω κάπνιζα κάποτε, αλλά πριν πέντε χρόνια ο γιατρός μου είπε να το κόψω. Αλλιώς δεν θα το γλίτωνα το άσθμα και μπορεί και τίποτα χειρότερο.»

«Α. Ναι βέβαια, το άτιμο έχει επιπτώσεις. Δεν κάθισα ν’ ασχοληθώ και ποτέ μου όμως.»

«Ούτε εγώ. Κάποια στιγμή στα λέει έτσι κι αλλιώς ο γιατρός, μαζεμένα όλα. Έξω από τα δόντια που λένε.»

«Καλά, θα δούμε μέχρι τότε. Έχουμε καιρό.»

«Αύριο λες και ανάμεσα σ’ αυτή την αναβολή χωράει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. Λειβαδίτης.», είπε μ’ ένα χαμόγελο.

«Φιλοσοφημένος μου φαίνεσαι. Διαβάζεις ποίηση παππού;»

«Ε κάποιες φορές. Όχι για να σκοτώσω την ώρα, η ποίηση δεν είναι για να σκοτώνεις την ώρα, να ξέρεις. Η ποίηση είναι για να σκέφτεσαι. Αλλιώς δεν είναι ποίηση.»

«Δίκιο έχεις. Εγώ δεν διαβάζω, δεν έχω και πολύ χρόνο. Διάβαζα όμως όταν ήμουν μικρή και μου άρεσε.»

«Να συνεχίσεις παιδί μου. Μέσα από την ποίση, ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και τη ζωή. Αποκτάς ας το πούμε ένα τρίτο μάτι, ένα μάτι που μπορεί να δει διεδυτικά και πολύ πιο πέρα από τα δυο σου μάτια. Με συγχωρείς που επανέρχομαι στο τσιγάρο, αλλά εγώ θα σου το πω, γιατί το ‘χω περάσει. Ξέρω οτι δεν θα μ’ ακούσεις, αλλά θα ‘θελα να υπάρχει καλού κακού σε κάποια γωνία του μυαλού σου, που ξέρεις μπορεί να με θυμηθείς μια μέρα. Κόψ’το τώρα που είναι αρχή, που ακόμα δεν έχεις μπει στα βαθιά. Κακό δεν θα σου κάνει, πίστεψε με. Μόνο καλό. Εδώ εγώ στα πενήντα πέντε μου το έκοψα, που κάπνιζα τριάντα χρόνια σερί, βέβαια μόνο όταν το είπε γιατρός και δεν πήγαινε άλλο.»

«Παππού, προς το παρόν δεν θέλω να το κόψω. Γι’ αύριο βλέπουμε, προς το παρόν όμως όχι.»

«Τώρα θα γίνω και λίγο αδιάκριτος, επειδή σε βλέπω κάπως απόλυτη. Μου επιτρέπεις να σου κάνω μια ερώτηση;»

Εκείνη κούνησε αδιάφορα τους ώμους.

«Σου συμβαίνει κάτι; Φαίνεσαι λιγάκι μελαγχολική, μακάρι να κάνω λάθος, τόσα χρόνια όμως δύσκολα πέφτω έξω. Ας πούμε ότι τριάντα χρόνια μέσα στη δουλειά, μπορώ να κάνω και διατριβή για τους ανθρώπους.»

«Τι δουλειά;»

«Ταξιτζής.»

«Α μάλιστα. Να την κάνεις τη διατριβή, παππου. Όντως μου συμβαίνει κάτι.»

«Ξέρεις… είναι πιο εύκολο να μιλάς και να ανοίγεσαι σε αγνώστους, παρά σε γνωστούς. Το ‘χω δει αυτό. Οι άγνωστοι δεν θα σε κατακρίνουν, πολύ απλά γιατί δεν σε ξέρουν ή και γιατί μπορείς να τους πεις τα πράγματα όπως τα θες, αφού είναι έξω απ’ τον χορό.»

«Ναι. Ας πούμε οτι πιέζομαι πολύ, από όλους. Έχω μια ζωή που τώρα καταλαβαίνω πως δεν γουστάρω, δεν είναι αυτό που είχα ονειρευτεί.»

«Είναι στο χέρι σου όμως να την αλλάξεις. Και για να την αλλάξεις κοπέλα μου, πρέπει να αλλάξεις εσύ πρώτα, να γίνεις –αν θες- λίγο πιο αποφασιστική.»

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, να μην αφήνεις να σε ορίζουν οι άλλοι, να αντιδράς και να ορίζεις εσύ τον εαυτό σου. Ξέρω είναι δύσκολο, ειδικά όταν είσαι τόσο νέος, αλλά πρέπει ν’ αρχίζει αυτό από τώρα, ώστε να μην μάθεις να εξαρτάσαι μια ζωή από τους άλλους.»

«Παππού, είμαι είκοσι δύο χρονών και κάνω τη ζωή που κάνουν οι άνθρωποι μετά τα τριάντα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ όταν σου λέω πίεση.»

Σηκώνει το αριστερό χέρι της και του δείχνει τον παράμεσο. Μια βέρα! Εκείνος την κοίταξε με αληθινή απορία.

«Είσαι παντρεμένη;»

«Ναι! Πέρσι παντρεύτηκα. Και τώρα με αναγκάζουν να σταματήσω τις σπουδές μου, να παρατήσω τα όνειρα μου και να κάτσω στο σπίτι. Για να γίνω μια αφοσιωμένη μητέρα και σύζυγος.», την τελευταία κουβέντα, την είπε εντελώς ειρωνικά.

«Έχεις και παιδιά;»

«Όχι. Αλλά ο άντρας μου θέλει να κάνουμε.»

«Α κατάλαβα. Γι’ αυτό σου λέει να παρατήσεις τις σπουδές σου.»

«Ναι. Παππού, το ξέρω ότι μ’ αγαπάει κι ότι θέλει να με φροντίζει, γι’ αυτό μου λέει πως θέλει να δουλεύει μόνο εκείνος. Δεν του αρέσει να κουράζομαι, θέλει να με περιποιείται και την ίδια άποψη έχει και η μάνα μου.»

«Ο πατέρας;»

«Ο πατέρας δεν υπάρχει. Πριν δυο χρόνια… τον χάσαμε.»

«Μάλιστα. Λυπάμαι πολύ. Όσο για τα άλλα που λες, κοπέλα μου, δεν μ’ αρέσει να ανακατεύομαι, ειδικά στα προσωπικά αγνώστων. Εγώ θα σου πω μονάχα, να σκεφτείς. Να σκεφτείς καλά. Πολλές φορές νομίζουμε ότι μας αγαπούν, ότι νοιάζονται πολύ για εμάς, αλλά ο εγωισμός είναι αυτός που μιλάει. Θέλουμε να μεταδόσουμε τα όνειρα μας στους άλλους, ή ακόμα και να τους αναγκάσουμε να γίνουν αυτοί τα όνειρα μας και να ξεχάσουν τα δικά τους. Αυτό να ξέρεις, δεν είναι αγάπη, σκέτος εγωισμός είναι. Αγάπη είναι το δικό σου και το δικό μου όνειρο να γίνονται ένα, να παλεύω εγώ για ότι ονειρεύτηκες και να παλεύεις κι εσύ για ότι ονειρεύτηκα. Όχι να βλέπεις το δικό σου μέλλον όπως ακριβώς το θες εσύ, στα μάτια του άλλου. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που θέλουμε εμείς, είναι απλά αυτό που είναι. Κι αν δεν μπορούν μαζί μας να είναι ο εαυτός τους, ή αν εμείς θέλουμε να τους αλλάξουμε επειδή έτσι είχαμε ονειρευτεί, τότε δεν τους αγαπάμε αρκετά. Η αγάπη δεν έχει εγωισμό μέσα της, αυτό πρέπει να καταλάβεις.»

«Δηλαδή, παππού, λες να χωρίσω και να συνεχίσω τις σπουδές μου;»

«Μα εγώ δεν είπα τίποτα τέτοιο, δεν μίλησα για διαζύγιο! Τις αποφάσεις κοπέλα μου, εσύ τις παίρνεις μόνη σου. Αν είναι αυτό που πραγματικά θέλεις, τότε να το κάνεις, αλλά να το κάνεις για σένα. Όχι για τη μάνα σου, όχι για τον άνδρα σου, ούτε για κανέναν άλλον.»

«Τον γνώρισα στη σχολή. Μου φάνηκε τόσο καλός, τόσο τρυφερός. Μου έδειξε πως μ’ αγαπάει, πως νοιαζόταν πραγματικά για μένα. Όμως τώρα καταλαβαίνω πως θέλει να με κλείσει σ’ ένα σπίτι κι εγώ δεν το μπορώ αυτό, παππού είμαι μόνο είκοσι δύο θέλω να ζήσω τη ζωή μου. Δεν είμαι για να κάνω οικογένεια από τώρα!»

«Σου μιλάω σαν πατέρας σου. Να κάνεις αυτό που θέλεις, γιατί στο κάτω κάτω είναι το δικό σου μέλλον και η δική σου ζωή. Αν ο κόσμος μας γέμιζε μόνο με καταπιεσμένους ανθρώπους, φαντάσου το… οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι και για τους εαυτούς τους και για τους άλλους, θα αλληλοσκοτωνόμασταν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πραγματικά σ’ αυτή τη γη θα απέμεναν μόνο κάτι αξιοθρήνητα πλάσματα, κάτι ερείπια. Αυτό είναι που θέλουμε για τον κόσμο μας;»

«Όχι. Τώρα καταλαβαίνω πως έχεις δίκιο. Η καταπίεση δεν θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο, δεν θα με κάνει αυτό που είχα ονειρευτεί. Ούτε καν άνθρωπος δεν θα είμαι, αλλά μονάχα ένα ρομποτ, προγραμματισμένο, να κάνει ούτε του λένε οι άλλοι. Με βοήθησες πολύ, αλήθεια σου λέω.»

«Ε, μου αρέσει να βοηθάω. Πες οτι η προσφορά είναι κάτι που αναζητώ σε όλους τους ανθρώπους. Πιστεύω οτι θα κάνει τον κόσμο μας καλύτερο. Άλλωστε ο εγωισμός μόνο κακά έχει προκαλέσει κι ούτε οφέλησε ποτέ κανέναν ατομικά, πόσο μάλλον το σύνολο.»

«Έχεις παιδιά;»

«Όχι. Δεν παντρεύτηκα ποτέ, ούτε και έκανα. Δεν έτυχε παιδί μου. Μερικοί άνθρωποι είναι γεννημένοι για να ‘ναι μόνοι.»

«Το μετάνιωσες;»

«Ποιο; Το ότι δεν παντρεύτηκα και δεν έκανα οικογένεια; Μπα. Ίσως και να μην ήμουνα γι’αυτό. Ξέρεις… η δουλειά είναι πολλές ώρες, έχει απίστευτη κούραση. Φαντάζεσαι να παρατούσα γυναίκα και παιδιά στο σπίτι, να ζουν μια μίζερη ζωή; Θα είχα το δικαίωμα να το κάνω εγώ αυτό σε άλλους ανθρώπους; Δεν σου ακούγεται τουλάχιστον εγωιστικό;»

«Έχεις δίκιο παππού. Οικογένεια κάνει, αυτός που μπορεί να κάνει και αυτός που το θέλει πραγματικά.»

«Πολύ σωστό.»

«Ερωτεύτηκες ποτέ;»

«Αμέ. Πολλές φορές. Μια μόνο, ήταν η πιο σοβαρή, που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε γάμο.»

«Αλλά; Που στράβωσε το πράγμα;»

«Ήθελε να παντρευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Εγώ δεν ήθελα, της το ξεκαθάρισα αμέσως. Της είπα ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να την κάνω ευτυχισμένη και πριν μου το ζητήσει αυτή, της ζήτησα εγώ να χωρίσουμε.»

«Της το ζήτησες; Μα γιατί; Αφού ήσουν πραγματικά ερωτευμένος μαζί της.»

«Γιατί δεν ήμουν μόνο ερωτευμένος. Την αγαπούσα. Ένας άνθρωπος που αγαπάει παιδί μου, δεν αντέχει να βλέπει τον αγαπημένο του να υποφέρει, γιατί υποφέρει κι αυτός. Στη αγάπη οι δύο γίνονται ένας. Είναι μαγεία αυτό το «ένας»…και σου εύχομαι να το ζήσεις.»

…Ακούστηκε ξαφνικά δυνατός θόρυβος. Σαν κάποιος να μιλούσε μόνος του; Σαν κάποιος να έπεφτε και να σηκωνόταν πάλι; Ένας άγνωστος πλησίαζε. Ήταν άντρας σωματώδης, αρκετά ψηλός, χωρίς ωστόσο σταθερό βήμα. Κατάλαβε. Η κοπέλα δίπλα του σφίχτηκε, έκατσε λίγο πιο κοντά του, σαν να ήθελε να προστατευτεί από έναν απρόσμενο εχθρό.

Κατάλαβαν και οι δυο. Ο άγνωστος ήταν μεθυσμένος. Έσκυψε λίγο πιο κοντά στο αυτί της κοπέλας και της ψιθύρισε.

«Μη δίνεις σημασία, μην τον κοιτάζεις καν. Θα φύγει.»

Όμως ο άγνωστος ξαφνικά σταμάτησε να περπατά και στάθηκε ακριβώς μπροστά τους. Μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του γυάλιζαν, ήταν κάτι που απ’ την αρχή τους προειδοποίησε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα, ούτε θα εξελίσσονταν ανώδυνα.

«Παππού; Τι κάνεις τέτοια ώρα με την γκόμενα αγκαλιά;»

«…»

«Παππού; Σου μιλάω, δεν μ’ ακούς;»

«…»

«Σου ‘φαγε η γάτα τη γλώσσα μωρέ;»

«Σήκω φύγε από εδώ.», του είπε σταθερά, χωρίς να υψώσει ούτε στο ελάχιστο τον τόνο της φωνής του.

«Γιατί τι θα γίνει, θα με κάνεις ντα;», ο άγνωστος γέλασε υστερικά με τα τελευταία του λόγια.

«Φύγε σου είπα!»

«Σας ενοχλώ ε; Μα εγώ ήρθα για παρεούλα μόνο. Δεν με θέλετε;»

«Όχι!»

«Τότε σίγουρα με θέλει η μικρή…», άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, όμως εκείνος τον εμπόδισε βάζοντας μπροστά της το δικό του.

«Πάμε να φύγουμε. Σήκω με προσοχή.», της ψιθύρισε.

Οι δυο τους σηκώθηκαν από το παγκάκι, έτοιμοι να αποχωρήσουν. Όμως δυστυχώς αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσαν να κάνουν, γιατί ο άγνωστος ξαφνικά έδειχνε να εξάπτεται. Ο θυμός έκανε τώρα, τα μάτια του να γυαλίζουν.

«Παππού, άσε τη μικρή! Εσύ μπορείς να πας όπου στο διάολο θες, αλλά η μικρή θα μείνει μαζί μου.», έκανε να την πιάσει από το μπράτσο, όμως εκείνος μπήκε στη μέση και τον εμπόδισε ξανά.

«Κάτω τα χέρια, αλήτη. Η κοπέλα θα φύγει με μένα, κι εσύ καλά θα κάνεις να γυρίσεις σπίτι σου. Μη γίνει φασαρία βραδιάτικα.»

«Μπα; Με απειλείς; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ και τι μπορώ να σου κάνω κωλόγερε;»

Γύρισε πίσω το κεφάλι και την κοίταξε γεμάτος απελπισία. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα, ούτε θα εξελίσσονταν ανώδυνα…

«Σε παρακαλώ, φύγε. Τρέχα, φύγε τώρα.»

«Δεν σ’ αφήνω μόνο μ’ αυτόν!»

«Φύγε σου είπα. Είναι επικίνδυνος, δεν ξέρουμε τι θα κάνει. Δεν τον βλέπεις πως έχει μεθύσει;»

«Παππού, έχεις αρχίσει να με νευριάζεις πολύ άσχημα. Κι επειδή εγώ τα πολλά λόγια δεν τα μπορώ, θα μιλήσουμε καλύτερα αλλιώς…»

Το σκοτάδι έσπασε η λάμψη ενός στιλέτου, που από το πουθενά εμφανίστηκε στα χέρια του μεθυσμένου εκείνου άνδρα. Το φονικό όπλο, ήταν πια σε απόσταση αναπνοής από το σώμα του, ο θάνατος ήταν παρών και τόσο κοντά τους.

«Ή μ’ αφήνεις μόνο με τη μικρή, ή θα σε στείλω πριν την ώρα σου. Εσύ διαλέγεις.»

Γύρισε γι’ ακόμα μια φορά απελπισμένος το κεφάλι του και την κοίταξε. Ο τρόμος στα μάτια του πρέπει να την αφύπνησε κάπως, δεν μπορεί.

«Φώναξε την αστυνομία! Τρέχα, μη χάνεις λεπτό!», εκείνη ξαφνικά άρχισε να κάνει γρήγορα βήματα προς τα πίσω, μέχρι που επιτέλους έβαλε φτερά στα πόδια της και χαθήκε στο σκοτάδι.

Ο άντρας, θολωμένος πια από οργή, προσπάθησε να τρέξει προς το μέρος της, όμως για μια τελευταία φορά μπήκε ξανά μπροστά του, το σώμα του πια ήταν το μοναδικό εμπόδιο που θα μπορούσε να σώσει την κοπέλα, έστω μέχρι να έχει ολότελα απομακρυνθεί. Ο οξύς πόνος που ένιωσε, έσβησε τα πάντα. Έσβησε τα μάτια του, τις πέντε του αισθήσεις, τη νύχτα. Η αναπνοή κόπηκε στα δύο, κάτι ζεστό άρχισε να τρέχει από το στήθος προς τα κάτω. Αυτή λοιπόν ήταν η αυτοθυσία;

Αυτή θα ήταν μάλλον. Όχι κάτι παραπάνω, ούτε κάτι λιγότερο, αλλά εκείνο που θα μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει εγώ, το εγώ έχει πεθάνει.

Υπάρχει το «εμείς». Το όνειρο!

Το όνειρο. Μας.

Και είναι… μαγεία…