Ο μαγικός καθρέφτης (οι ιστορίες δύο γυναικών) – Νίκος Κατέχης

Στα παλιά σπίτια που κατοικούνται αδιάκοπα για πολλά χρόνια, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ανάμεσα στους ίδιους τοίχους και πάνω στα ίδια πατώματα, ζούνε και κινούνται πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι και το μόνο που τους χωρίζει για να μην μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον, είναι ο λεπτός μα σκληρός τοίχος του χρόνου. Ωστόσο, μερικές φορές, όταν ένας παλιός καθρέφτης βρίσκεται τοποθετημένος στο κέντρο ενός τέτοιου χρονικού τείχους, το γυαλί μπορεί να γίνει παράθυρο μεταξύ δύο εποχών και από μέσα του να μπορέσει κάποιος να δει το άτομο που ζούσε εκεί πέρα πριν μισό αιώνα ή… αυτό που θα ζήσει εκεί πέρα μισό αιώνα μετά.

Σήμερα, το έτος 2018, στην παλιά μονοκατοικία της οδού Μαρίνου Αντύπα, σε μια περιοχή της Λάρισας, μένει η Χριστίνα Κωνσταντίνου, μια φοιτήτρια είκοσι ένα χρονών, που εδώ και λίγη ώρα ετοιμαζόταν να πάει στην σχολή της, έχοντας ξυπνήσει μόλις πριν δέκα λεπτά, με το κεφάλι της καζάνι από το χθεσινοβραδινό μεθύσι.

Ταυτόχρονα, σήμερα, το έτος 1955, στο ίδιο σπίτι μένει η Δανάη Λαγκαδινού, που τώρα ετοιμαζόταν να σερβίρει το πρωινό που ετοίμασε στον πατέρα της, έχοντας ξυπνήσει πριν από δύο ολόκληρες ώρες, ώστε να προλάβαινε να καθαρίσει ολόκληρη την κουζίνα -και να γυαλίσει το πάτωμα με κερί, φυσικά- προτού ακόμη ξυπνούσε εκείνος και έβλεπε το σπίτι ένα καταραμένο ρημαδιό.

Η Χριστίνα φόρεσε βιαστικά τα ρούχα της -ένα κοντό μπλουζάκι, ένα σκισμένο τζιν και πάνινα, μπλε παπούτσια- και φόρεσε το άρωμα της, ισιώνοντας κιόλας το μαλλί της για να φαίνεται πιο λεπτό και μεταξένιο. Μια ξανθιά, μακριά, βελούδινη κουρτίνα.

Την ίδια ώρα, η Δανάη τελείωνε το στήσιμο του τραπεζιού για το πρωινό και περίμενε όρθια πίσω από την καρέκλα του πατέρα της, για να τον ακούσει να σηκώνεται και να τον δει να ξεπροβάλει από το δωμάτιο του, με την χοντρή κοιλιά του να πετάγεται μέσα από το ξεκούμπωτο πουκάμισο του και τα γκρίζα του μαλλιά ανάκατα. Με νευρικές κινήσεις ίσιωνε το μακρύ, άβολο φόρεμα της και λύγιζε τις πατούσες της έτσι ώστε να μην μουδιάζουν τα πόδια της μέσα στα στενά της παπούτσια. Για τα μαλλιά της, τουλάχιστον, δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Ήταν αρκετά λαδωμένα για να μένουν στην θέση τους και ο πατέρας της δεν θα το πρόσεχε όσο μύριζε το άρωμα από τις σταγόνες του λεμονιού, που άπλωνε εκείνη, όσο καιρό τώρα το λουτρό τους δεν λειτουργούσε.

Η Χριστίνα έπιασε το ακριβό κινητό της και έστειλε ένα μήνυμα στις φίλες της για να τους υπενθυμίσει ότι εκείνο το βράδυ είχαν έξοδο και έπρεπε να ντυθούν καλά -το σέξι καλά, όχι το επίσημο καλά που χρησιμοποιείς σε δείπνα ή γιορτές. Αφού βγήκε από το πολύχρωμο δωμάτιο της, με την τσάντα της να χοροπηδάει χαρωπά στην πλάτη της, διέσχισε το χολ και βγήκε από το σπίτι, περνώντας μπροστά από τον παλιό, ολόσωμο καθρέφτη. Αν δεν ήταν απορροφημένη από την οθόνη του κινητού της θα μπορούσε να κοιτάξει μέσα από το τζάμι και ίσως να έβλεπε το σπίτι της, όπως ήταν πριν περίπου μισό αιώνα και την κοπέλα η οποία στεκόταν όρθια και σοβαρή πίσω από το χαμόγελο της, να σερβίρει τον πατέρα της που την ευχαριστούσε με ένα περιφρονητικό μουγκρητό που ήταν σαν να έλεγε θες κι ευχαριστώ που απλά κάνεις το καθήκον σου;

Την ίδια ώρα που η Χριστίνα έπαιρνε το μετρό, έφτανε στην σχολή της και έμπαινε μέσα για ένα τρίωρο μάθημα η Δανάη έπλενε τα πιάτα, έστρωνε το κρεβάτι του πατέρα της -το δικό της ήταν ήδη στρωμένο στην εντέλεια- και σφουγγάριζε το πάτωμα όλου του σπιτιού, σκεπτόμενη πόσο ωραίο θα ήταν να είχε το δικαίωμα να μάθει περισσότερα από όσα της είχε διδάξει το δημοτικό του χωριού και όσα της είχε μάθει ο πατέρας της για τον έξω κόσμο, που πάντοτε έβλεπε σαν τον απομακρυσμένο κόσμο ενός παραμυθιού.

Κατά τη μία, η Χριστίνα είχε τελειώσει το μάθημα της και κατευθυνόταν ως το εστιατόριο της λέσχης για να ψάξει κάτι καλό να φάει, να απογοητευτεί με τις επιλογές και τελικά να καταλήξει στο απέναντι ψητοπωλείο με την παρέα της για να φάνε σουβλάκια, που θα τους κρατούσαν χορτάτους έως το βράδυ.

Η Δανάη όμως δεν είχε χρόνο να φάει, γιατί έπρεπε να κατέβει έως το χωριό και να ψωνίσει μερικά πράγματα που, η ύπαρξη τους στην κουζίνα, είχε τεράστιο αντίκτυπο στην διάθεση του πατέρα της. Ο Γιώργος Λαγκαδινός βρισκόταν καθισμένος στην τραπεζαρία του σπιτιού και περίμενε μπροστά από πέντε πιάτα με αχνιστό φαΐ την κόρη του να επιστρέψει, φέρνοντας τις ελιές καλαμών του και τα παξιμάδια που δεν θα ήταν τόσο σκληρά για να του σπάσουν τα δόντια, αλλά ούτε και τόσο μαλακά για να τα σιχαθεί, χτυπώντας ταυτόχρονα το χοντρό του δάχτυλο νευρικά πάνω στο τραπέζι. Ήταν σαν να μετρούσε αντίστροφα τα λεπτά που δικαιούταν να αργήσει η κόρη του προτού της έδινε το μάθημα της.

Η Χριστίνα επέστρεψε στο σπίτι της με το στομάχι της ευχάριστα γεμάτο και αφού έκανε μπάνιο και άλλαξε ρούχα, βάζοντας κάτι πιο άνετο, ξεκίνησε να κάνει μια εργασία που της είχαν αναθέσει στην σχολή, απαντώντας που και που στα μηνύματα που της έρχονταν στο κινητό από τον Αντώνη, το αγόρι που επρόκειτο να γίνει -κατά πάσα πιθανότητα- ο εραστής της για αυτό τον μήνα, ή το δίμηνο αν ήταν τυχερός.

Η Δανάη από την άλλη περπατούσε βιαστικά στον χωματόδρομο που κάποτε επρόκειτο να γίνει αυτοκινητόδρομος , φορτωμένη με μια υφασμάτινη σακούλα γεμάτη με ελιές και παξιμάδια και δεν σταματούσε παρά μόνο μισό δευτερόλεπτο για να ξεκουράσει τις πληγιασμένες της πατούσες, που πονούσαν σαν τρελές. Καθως προχωρούσε με το μακρύ της φόρεμα να ανεμίζει, ένας άντρας την πλησίασε και σταμάτησε δίπλα της .

《Μπορώ να βοηθήσω το κορίτσι με τα πράματα του;》είπε ο Μιχάλης Κωστούλιας, ο γιος ενός εύπορου γαιοκτήμονα που είχε πλουτίσει πουλώντας σιτάρι και σταφίδες στην μαύρη αγορά, κατά την διάρκεια της κατοχής. Σε λίγο καιρό ο ενοχλητικός και άξεστος Μιχάλης θα γινόταν ο άντρας της, σύμφωνα με τους κανόνες του προξενιού, που είχαν αποφασίσει οι δύο πατεράδες, αλλά έως εκείνη την λαμπρή μέρα είχε τουλάχιστον το δικαίωμα να μην του μιλάει.

Η Δανάη κούνησε το κεφάλι αρνητικά και συνέχισε τον δρόμο της αγκομαχώντας. Λίγα μέτρα έμεναν, λίγα ακόμη βήματα και θα βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού της. Εκεί που ο πατέρας της δεν θα επέτρεπε σε κανέναν άντρα καν να την κοιτάξει πριν την παντρευτεί.

《Έι, τσούπρα, μην μ’ αγνοείς, εμένα》.

Ένα χέρι της έπιασε το μπράτσο και την τράβηξε προς τα πίσω. Καθώς η τσάντα της γλιστρούσε κι έπεφτε στο έδαφος, η πρώτη σκέψη που της πέρασε από το μυαλό ήταν ότι τα παξιμάδια θα θρυματίζονταν κι ο πατέρας της θα την σκότωνε στο ξύλο όταν θα του τα έδινε. Αν βέβαια ζούσε για να του τα δώσει.

Λίγες ώρες μετά, σε μια διαφορετική χρονολογία, η Χριστίνα ντυμένη με ένα κοντό φόρεμα που ήταν τόσο στενό που σχεδόν της προκαλούσε ασφυξία, έμπαινε στο κλαμπ Coco Tree, στο κέντρο της Λάρισας, κουνώντας το λυγερό της κορμί προκλητικά στον ρυθμό της μουσικής. Μέχρι τις εννιά και τέταρτο, εκείνη και η παρέα της είχαν αδειάσει ένα μπουκάλι βότκα και έως τις δέκα παρά τέταρτο είχαν μεθύσει και οι τέσσερις αρκετά για να μην ξέρουν αν βρίσκονταν στην γη, ή αν περπατούσαν στο φεγγάρι σαν να ήταν η τετραπλή μετενσάρκωση του Michael Jackson. Καθώς η Χριστίνα χόρευε κάτω από τα παλλόμενα, νευρικά φώτα του κλαμπ με τον κόσμο να γυρίζει πάνω από το κεφάλι της -γύρω, γύρω όλοι, στην μέση η Χριστίνα- μια φωνή ακούστηκε βαθιά μέσα στο αυτί της.

《Μωρό μου είσαι για ένα στα γρήγορα στις τουαλέτες; Αν σου αρέσει κιόλας, μπορούμε να συνεχίσουμε σπίτι μου》.

Η Χριστίνα στράφηκε τρεκλίζοντας και κοίταξε τον άντρα που στεκόταν ακριβώς πίσω της με τα χέρια του έτοιμα να την αγγίξουν. Μέσα στο σκοτάδι του κλαμπ και την γενική θολούρα των ματιών της, ο άντρας έμοιαζε πάρα πολύ με τον Αντώνη, τον μηνιαίο εραστή της. Τόσο μεθυσμένη που ήταν βέβαια και ένας εξωγηίνος με τον Αντώνη θα της έμοιαζε, αλλά όπως και να έχει του χαμογέλασε, αφήνοντας να την αγκαλιάσει και του ψιθύρισε με τα υγρά της χείλη.

《Πάμε στο σπίτι σου κατευθείαν, δεν χρειάζεται να χάνουμε χρόνο στις τουαλέτες》.

Την ίδια ώρα που η Χριστίνα έκανε παθιασμένο έρωτα με τον σωσία του Αντώνη που δεν έμοιαζε και τόσο με τον Αντώνη όσο περνούσε η ώρα, η Δανάη προχωρούσε και πάλι προς το σπίτι της με το σώμα της να τρέμει από τον πόνο και την ντροπή και τα πόδια της να λυγίζουν σε κάθε βήμα. Στο μυαλό της αποτυπωμένη ήταν η εικόνα του Μιχάλη, να την κοιτάζει με ένα στραβό, οργισμένο χαμόγελο καθώς την έσερνε έως τους κοντινότερους θάμνους για να της κλέψει ότι σημαντικότερο είχε, χωρίς να περιμένει να έρθει η ημέρα που θα είχε την δικαιοδοσία να το κάνει.

Σέρνοντας το βήμα της πάνω στον ίδιο χωματόδρομο που κάποτε διέσχιζε σαν παιδί για να πάει έως το κέντρο του χωριού, αγνοώντας ότι στην υπόλοιπη χώρα μαινόταν ο πόλεμος -η κατεχόμενη Ελλάδα ήταν κι αυτή ένα μακρινό σκοτεινό παραμυθένιο βασίλειο για εκείνη- βρήκε την σακούλα με τα ψώνια της πεσμένη στο ίδιο σημείο που την άφησε και την πήρε μαζί της, παρόλο που άκουγε τα θρύμματα των παξιμαδιών να γρατζουνάνε το ύφασμα.

Το πρώτο πράγμα που είδε όταν μπήκε στο σπίτι της ήταν ο πατέρας της να κάθεται στην θέση που τον άφησε, με τα φαγητά μπροστά του κρύα μα ακόμη ανέγγιχτα και το χέρι του να κρατάει σφιχτά την άκρη του τραπεζιού.

《Χίλια σ-συγγνώμη που άργησα, μπαμπά》 είπε η Δανάη, πιέζοντας το φόρεμα ανάμεσα στα πόδια της σε μια προσπάθεια να κρύψει τους κόκκινους λεκέδες της ντροπής. 《Αλλά κάτι έγινε στον δρόμο και…》.

《Πάρ’ το χέρι σου από τα σκέλια σου》 γαύγισε ο πατέρας της, διακόπτοντας την. Παρέμενε φαινομενικά ακίνητος, όμως το χέρι του έσφιγγε την άκρη του τραπεζιού με τέτοια δύναμη που οι κλειδώσεις του είχαν ασπρίσει.

Η Δανάη, ξέροντας πως δεν είχε άλλη επιλογή -ανάθεμα κι αν είχε ποτέ-, τον υπάκουσε και ένιωσε το παγωμένο του βλέμμα να περιεργάζεται το σημείο το οποίο είχε παραβιάσει ο Μιχάλης με τον πιο μοχθηρό τρόπο.

Ο πατέρας της την κοίταξε στα μάτια και σηκώθηκε όρθιος. Προχώρησε αργά προς το μέρος της. 《Τι έκανες, μωρή;》.

《Ε-εγώ δεν…》.

Η Χριστίνα ένιωσε το κάψιμο στο μάγουλο της, σαν να ήταν ένας μικρός κεραυνός. Το χαστούκι του πατέρα της ήταν τόσο δυνατό που έχασε την ισορροπία της και έπεσε κάτω με τον αγκώνα της να συνθλίβεται στο σκληρό πάτωμα. Θα πρέπει να το τρίψω ξανά αύριο για να γυαλίζει, σκέφτηκε αφηρημένα καθώς ο πόνος την τύλιγε.

《Τι έκανες, ρώτ’σα;》ούρλιαξε ο πατέρας της απλώνονταν το χέρι του στον γιακά του φορέματος της. Την τράβηξε πάνω και την σήκωσε στα γόνατα με τέτοια ευκολία σαν να ήταν πούπουλο. 《Πήγες κι γαμήθ’κες με κάποιον ενώ σε λίγο καιρό στεφ’νώνεσαι;》.

Άλλο ένα χαστούκι. Το κεφάλι της αναπήδησε στην θέση του. Δεν έπεσε κάτω. Ο πατέρας της την κρατούσε σφιχτά.

《Δ-δεν φτ… ω γω…》 είπε, νιώθοντας το μάγουλο της να μουδιάζει και να πρήζεται. Δεν φταίω εγώ.

《Και ποιος φταίει λ’πον;》 ούρλιαξε ο πατέρας της και την ταρακούνησε δυνατά στην θέση της, όπως έκανε παλιά μετά από κάθε νοικοκυρικό της λάθος.

《Ο Μ… χάλης》 είπε εκείνη σιγανά.

Το κράτημα του πατέρα της χαλάρωσε και εκείνη έμεινε σκυφτή και γονατισμένη, σαν καλόγρια που προσευχόταν.

《Ο γιός του λεφτά;》ρώτησε και η Δανάη θα ορκιζόταν ότι διέκρινε κάτι θετικό στην φωνή του, σαν να χαιρόταν που μαγάρισε την κόρη του ένας άνθρωπος της ανώτερης τάξης. 《Αν είν’ έτσι, θα πάω να μ’λήσω μαζί του》 συμπλήρωσε και την άφησε να πέσει στο πάτωμα, βγαίνοντας από το σπίτι, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην πεσμένη σακούλα με τις ελιές και τα παξιμάδια. Και εγώ που έκανα τόσο κόπο για να σου τα βρω αυτά…

Λίγες ώρες μετά, η Χριστίνα επέστρεψε στο σπίτι της μεθυσμένη έως το κόκαλο και ενθουσιασμένη για τις βραδινές, ερωτικές της εμπειρίες. Τρεκλίζοντας σαν τραυματίας πολέμου, διέσχισε το χολ, χωρίς να ανάψει τα φώτα, πήγε έως την τουαλέτα, άνοιξε την βρύση με την τέταρτη προσπάθεια και έβρεξε το πρόσωπο της ίσα με πέντε φορές. Ύστερα βγήκε από την τουαλέτα, έκανε τρείς στροφές για να προσανατολιστεί και προχώρησε προς το δωμάτιο της, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη που έδειχνε έναν κοντόχοντρο άντρα να τρώει ήρεμα σε ένα τραπέζι, κάτι που είδε σαν αποτέλεσμα της μέθης, σαν μια παραίσθηση.

Τελικά ξάπλωσε στο κρεβάτι της, πήρε το κινητό στα χέρια και έστειλε ένα μήνυμα στον Αντώνη -τον κανονικό- για να του πει πως τον σκεφτόταν και πως της είχε λείψει. Τελικά, λίγο πριν τελειώσει η νύχτα, αποκοιμήθηκε ευχαριστημένη με την ζωή της και ανυπομονώντας για το τι θα της έφερνε το επόμενο πρωί ή η νύχτα, τέλος πάντων. Ήλπιζε με όλη της την καρδιά να μην αλλάξει τίποτα και μάλλον δεν θα άλλαζε, όσο είχε την τύχη να είναι γεννημένη γυναίκα.

Η Δανάη ήταν κι εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, όμως δεν ένιωθε και τόσο ευτυχισμένη. Ο πατέρας της είχε πάει να βρει τον Μιχάλη και όταν επέστρεψε ήταν πιο ήρεμος από ποτέ. Και χαμογελαστός, μα τον θεό, για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ζωή του χαμογελούσε.

Η Δανάη, που βρισκόταν ριγμένη σε μια καρέκλα σαν παρατημένο ρούχο όταν γύρισε, τον ρώτησε αν μίλησε στον Μιχάλη και εκείνος της απάντησε κάτι που έκανε την καρδιά της να σπάσει σε χίλια κομμάτια, μέσα στο στήθος της.

Ναι, του μ’λησα κι τα βρήκαμε, ντάξει. Αφού θα σε στεφ’νωθεί δεν πειράζει και τόσο που πήρε απλά μια γεύση. Δες το σαν μια προκαταβ’λή. Εσύ του ‘δωσες τα σκέλια σου κι αυτός μας έδωκε λίγα από τα φράγκα του. Πέσε τώρα για ύπνο. Αύριο ξυπνάς νωρίς για να μαγειρέψεις για τον γαμπρό μου που θα έρθει για ‘πίσκεψη.

Η Δανάη τον υπάκουσε και τον άφησε να φάει με την ηρεμία του όσα του είχε ετοιμάσει το μεσημέρι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, με το σώμα της να τρέμει ακόμη από την ντροπή και τον πόνο και προσπάθησε να κοιμηθεί, σκεπτόμενη πως μισούσε την ζωή της. Την μισούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Όσο κι αν ήλπιζε σε μια θετική αλλαγή, η μοίρα της ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη γιατί είχε την ατυχία να γεννηθεί γυναίκα.