Αγαπητό μου Ημερολόγιο. Καταγραφή για 8 Νοεμβρίου, 1908. Αγγλία.
‘’Ο καιρός έξω δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερος. Ο άνεμος έπαιζε τη δική του μανιασμένη ραψωδία ενώ η καταρρακτώδης βροχής την έντυνε με μια διαπεραστική και ψυχρή υγρασία.
Μπορώ να πω με μεγάλη ασφάλεια ότι αυτό το σκηνικό είναι μια δολοφονία για τις αρθρώσεις μου οι οποίες επιβαρύνονται για μια ακόμα φορά από αυτούς τους εφιαλτικούς πόνους που καθιστούν τις κινήσεις μου ολοένα και πιο δυσχερείς.
Αντικρίζω τη φλόγα στο κερί που βρίσκεται δίπλα από το κρεβάτι μου και με βοηθά να καταγράψω αυτές τις ώρες να παλεύει κόντρα στις μανιώδεις πολιορκίες της διάχυτης υγρασίας και της ψύχρας που επικρατεί στην ατμόσφαιρα. Αναρωτιέμαι πόσο πολύ μοιάζω με αυτή τη φλόγα, μιας και οι δύο δίνουμε έναν άνισο αγώνα κόντρα στις θηριώδεις εξάρσεις της φύσης. Η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, αλλά σίγουρα η μάχη είναι ίδια και απαράλλακτη σε ότι αφορά την ένταση αλλά και στην επιθυμία για επικράτηση. Θα μπορούσε κάποιος προικισμένος με ευαισθησία και φαντασία να πει ότι ίσως να μοιάζουμε και στην ηλικία μιας και η φλόγα δίνει τη σθεναρή μάχη της εδώ και αρκετές ώρες. Μιας και όμως δεν μπορώ να ξέρω με ακρίβεια πόσο εκτεταμένος είναι ένας χρόνος ζωής μιας φλόγας και πάντα προτιμώ να καταλήγω σε συμπεράσματα βάσει ακλόνητων επιστημονικών δεδομένων, θα αναγκαστώ να μην συμπεριλάβω αυτή την άποψη στις ομοιότητες.’’
Ω, Θεέ και Κύριε!
Η καταγραφή μου διακόπτεται βιαίως… Ο αέρας συνεχίζει να σφυρίζει εξαγριωμένος παρά το προχωρημένο της ώρας. Αναρωτιέμαι τι ώρα είναι μιας και το έφερε η κουβέντα. Οι λεπτοδείκτες μαρτυρούν ότι είναι ήδη μια και μισή μετά τα μεσάνυχτα.
Εκπλήσσομαι. Ναι, σωστό ρήμα χρησιμοποίησα. Όντως εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου και με τα παραστρατήματα που τολμάει να κάνει, τώρα στα μεθεόρτια της ζωής και της επαγγελματικής μου πορείας. Παλιά, όταν εργαζόμουν στο νοσοκομείο King’s College και ειδικά κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, ούτε που θα τολμούσα να διανοηθώ να μην κοιμηθώ πριν από τις δέκα τις σπάνιες φορές που μου τύχαινε κάποια ελεύθερη βραδιά χωρίς βάρδια πόσο μάλιστα με ελαφριά τη σκέψη μου, ελεύθερη από το ζυγό των αμέτρητων πρέπει που ακολουθούσαν το πόστο μου, αυτό της Προϊσταμένης Νοσηλεύτριας. Προφανώς, αποφάσισα ασυνείδητα να ανταμείψω τον εαυτό μου παραμερίζοντας για λίγο την βιολογική ανάγκη του ύπνου για να ασχοληθώ με κάτι… προσωπικό.
Χασκογελάω στα πλαίσια αυτής της εγωιστικής σκέψης. Μετά όμως…
Μετά όμως αναγκάζω τον εαυτό μου να αφήσει κάτω στο κομοδίνο τη πένα και να κλείσει το ημερολόγιο. Βυθίζομαι στις σκέψεις μου καθώς… Καθώς θυμάμαι το Σκούταρι. Εκείνον το πρώτο χειμώνα στο Σκούταρι και το γέλιο κόβεται απότομα και γεμίζει ο νους μου από Ερινύες. Πως τολμάω να σκέφτομαι τον εαυτό μου και μάλιστα να γελάω όταν τόσος κόσμος υπέφερε και μάλιστα τόσο φρικτά από εκείνες τις φρικτές ασθένειες; Ακόμα και τώρα, δεν τολμάω να ξεστομίσω τα ονόματα αυτών των εφιαλτικών λοιμών.
Τώρα καλούμαι να χρησιμοποιήσω ένα νέο ρήμα για να περιγράψω τα αισθήματά που τρέφω για τον εαυτό μου… Ντρέπομαι… Ντρέπομαι που τόλμησα να κάνω τόσο εγωιστικές σκέψεις.
Η προσοχή μου διακόπτεται απρόοπτα καθώς ακούω έναν νερουλό βηματισμό, προερχόμενο από την αυλή του σπιτιού μου. Δεν κρύβω ότι νιώθω μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου. Τολμάω για μια ακόμα φορά να νιώσω κάτι για τον εαυτό μου, Νιώθω… Φόβο. Φοβάμαι.
Η ηχώ ενός απεγνωσμένου αγκομαχητού κατάφερε να νερώσει τους φόβους μου και με αναγκάζει να απομακρύνω τα κλινοσκεπάσματά μου και να σηκωθώ έτσι ώστε να κατευθυνθώ προς την πόρτα μου. Οι πόνοι που προξενούν οι κινήσεις μου είναι υπολογίσιμοι αλλά προσπαθώ να τους αγνοήσω.
Ακούω μια ραγισμένη φωνή… Μια απεγνωσμένη επίκληση για βοήθεια. Αυτή η φωνή θέτει σε κίνηση τη φύση που ελλοχεύει μέσα μου, την ίδια που πίστευα ότι είχε πια κοιμηθεί από τη στιγμή που απομακρύνθηκα από τη γραμμή του καθήκοντος.
Κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά μου.
Ανοίγω τη πόρτα και αντικρίζω το έκπτωτο κορμί μπροστά από το κατώφλι μου, επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο την εντύπωσή μου. Σκύβω στα γόνατα, σε μια προσπάθεια να πλησιάσω το πρόσωπο του.
Θεέ και Κύριε λέω στον εαυτό μου. Θα πρέπει να ήταν δεκαέξι, άιντε δεκαεφτά χρονών. Η ρακένδυτη εμφάνισή του μαρτυράει ότι δεν είχε κάποια κατοικία για να περάσει αυτή την δαιδαλώδη νύχτα και κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε και οικογένεια.
Τον ρωτάω πως βρέθηκε εδώ αλλά δεν μου δίνει κάποια απάντηση. Η ομιλία του περιορίζεται σε άναρθρα επιφωνήματα οδύνης, κάτι που με οδηγεί στην υποψία ότι υποφέρει από υψηλό πυρετό. Η βρογχώδης αναπνοή του επίσης συμβάλλει σε αυτή την υποψία μου και στο συμπέρασμά μου ότι κάποια αναπνευστική λοίμωξη, κατά πάσα πιθανότητα στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Κόντρα σε κάθε είδους λογική, τον πιάνω από τον ώμο, και καταφέρνω να τον σηκώσω στα δύο του πόδια. Τον οδηγώ μετά βίας μέσα στο καθιστικό. Τον βάζω να ξαπλώσει στο καναπέ που είναι αρκετά ευρύχωρος έτσι ώστε να μπορεί να αισθάνεται άνετα. Είναι βρεγμένος από τη κορυφή ως και τα νύχια τα οποία ξεπροβάλλουν από τις σκισμένες του κάλτσες.
Το μυαλό μου αρχίζει και καταστρώνει αμέσως ένα πλάνο φροντίδας, ίσως και ασυνείδητα. Μια σειρά από ενέργειες οι οποίες στοχεύουν ως προς την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης. Το πρώτο που οφείλω να κάνω είναι να απομακρύνω αυτά τα μουσκεμένα κουρέλια και να στεγνώσω το ταλαιπωρημένο του σώμα. Μετά θα διαπιστώσω την πυρετική του κίνηση, αν και είμαι απολύτως βέβαιη ότι το παιδί ψήνεται. Μετά θα αντιμετωπίσω τον πυρετό.
Τρέχω αμέσως στο υπνοδωμάτιό μου και ψάχνω την ντουλάπα μου. Βρίσκω κάποια παλιά ενδύματα τα οποία δεν δείχνουν και τόσο θηλυπρεπή.
Τον αλλάζω όσο πιο γρήγορα μπορώ και απομακρύνω τα βρεγμένα ρούχα για να τα πλύνω. Μετά ζεσταίνω λίγο νερό στη κατσαρόλα και φτιάχνω μια σειρά από κομπρέσες τις οποίες και τοποθετώ στο μέτωπο, στις μασχάλες και στη βάση του λαιμού. Ελπίζω ότι αυτές θα μπορέσουν να αναχαιτίσουν το πυρετό.
Το πρωινό της επομένης, η κατάστασή του μοιάζει να είναι καλύτερη. Οι κομπρέσες φαίνεται να έχουν πετύχει το σκοπό τους αν κρίνω από την έντονη εφίδρωση που αντικρίζω στο μέτωπό του. Παρόλα αυτά όμως, η νοσηλεία που του παρέχω αντιμετωπίζει μια ακόμα πρόκληση. Ο ασθενής μοιάζει να έχει πέσει σε κάποιο είδος παραληρήματος. Είναι ελαφρώς επιθετικός όταν τον πλησιάζω και χρησιμοποιεί αισχρή φρασεολογία εναντίον μου.
Φυσικά και δεν πρόκειται να αποθαρρυνθώ, ούτε καν στο ελάχιστο. Βλέπω ξεκάθαρα ότι χρειάζεται βοήθεια και είμαι διατεθειμένη να του τη παρέχω μέχρι να μπορέσει να επανακτήσει την υγεία του και την αυτονομία του. Δεν επιτρέπω και τη κούραση του ξενυχτιού να με καταβάλει παρόλο που, εξαιτίας της ηλικίας μου, δεν είμαι αυτό που ήμουν κάποτε και η σβελτάδα μου και κατ’επέκταση η άμεση ανταπόκριση μου σε καταστάσεις άμεσης επέμβασης έχουν υποστεί σημαντικό πλήγμα. Όσο όμως στέκομαι στα πόδια μου, θα δώσω τη βοήθεια που χρειάζεται και δικαιούται.
Το απόγευμα, η κατάσταση του ασθενούς μοιάζει να έχει βελτιωθεί. Η αναπνοή του, αν και ακόμα ρογχώδης, μοιάζει να είναι σταθεροποιημένη σε πιο ήρεμους ρυθμούς. Πιάνω το μέτωπό του και διαπιστώνω ότι δεν είναι τόσο ζεστό όπως ήταν πριν από κάποιες ώρες. Πιθανολογώ ότι ο πυρετός κινείται σε δεκατικά επίπεδα.
Η ξινή μυρωδιά γαργαλάει τη μύτη μου. Η κοτόσουπα που ετοίμασα πρέπει να είναι έτοιμη. Τώρα είμαι έτοιμη να δώσω σε αυτή τη γριπώδη συνδρομή, ένα καίριο χτύπημα.
Ξυπνάω τον μικρό. Διαπιστώνω προς έντονη τέρψη πως η διανοητική του κατάσταση έχει βελτιωθεί και εκείνη αισθητά. Μοιάζει να είναι αποσυντονισμένος ως προς το περιβάλλοντα χώρο, κάτι που το κρίνω απολύτως λογικό, αλλά μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του αρκετά καλά.
Η θέα της ζεστής κοτόσουπας που αχνίζει στο πιάτο, καταφέρνει να σχηματίσει ένα μορφασμό έκπληξης συνοδευόμενο από ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Αυτό μαρτυράει ότι το παιδί είχε αρκετό καιρό για να βάλει κάτι στο στόμα του. Απλώνει το χέρι για να πάρει το πιάτο και το κουτάλι από το δίσκο, αρκετά μαγκωμένος παρόλες τις ειλικρινείς διαβεβαιώσεις μου ότι μπορεί να φάει όσο επιθυμεί εκείνος.
Αρκετά διστακτικά, θα έλεγα, συνετίζεται με τις συστάσεις μου και αρχίζει να τρώει. Ρουφάει το ζωμό από το κουτάλι με απίστευτη λαιμαργία και μοιάζει να μη δίνει σημασία ότι μόλις έχει βγει από τη φωτιά.
Το κακόμοιρο, αναρωτιέμαι πόσο καιρό είχε να φάει.
Μετά το πέρας δύο ημερών, διαπιστώνω ενθουσιασμένη ότι η Νοσηλευτική μου Φροντίδα έπιασε τόπο. Η κλινική εικόνα του νεαρού είναι σαφέστατα βελτιωμένη και η αναπνοή του φαίνεται να είναι επίσης καλή. Μια η ζεστή κοτόσουπα και μια η άφθονη ενυδάτωση είχαν πλήρη επιτυχία. Είμαι χαρούμενη που κατάφερα να βοηθήσω αυτό το παιδί. Από την άλλη, στεναχωριέμαι και έχω μεγάλη έγνοια για το τι θα συμβεί στο έξης.
Αποφασίζω να κάνω μια σοβαρή συζήτηση μαζί του.
Η συζήτησή που είχα μαζί με το νεαρό, άφησε στη καρδιά μου ανάμεικτά συναισθήματα. Το παιδί προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια, από μια οικογένεια που δεν διέθετε ούτε καν τα απολύτως απαραίτητα, τα αυτονόητα. Μια μητέρα που δεν μπορούσε να εργαστεί γιατί προστάτευε τη μικρή αδελφή του. Πατέρας δεν υπήρχε, τουλάχιστον αυτό το δεδομένο αποκόμισα από τις δηλώσεις του.
Απομακρύνομαι για λίγο στο υπνοδωμάτιό μου και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο για να μπορέσω να βοηθήσω αυτό το κακόμοιρο νέο. Μετά σκέφτηκα την δική μου κατάσταση… Τι είδους βοήθεια θα μπορούσα να προσφέρω εγώ, μια ηλικιωμένη γυναίκα, με αρκετά προβλήματα υγείας που ταλαιπωρούν; Εδώ ήταν πολύ δύσκολο στο να κατέβω στο κέντρο της πόλης για να παραλάβω τη σύνταξή μου από τη τράπεζα και μετά να πορευθώ στην αγορά έτσι ώστε να κάνω τα ψώνια του μηνός…
Για ένα λεπτό… Μια νέα ιδέα φωτίζει το λογισμό μου… Μα… Φυσικά… Πως και δεν το σκέφτηκα αυτό νωρίτερα; Ναι… Θα πάω να το προτείνω, ευθύς αμέσως!
Αγαπητό Ημερολόγιο, Καταγραφή για 11 Νοεμβρίου, 1908. Αγγλία.
‘’Με μεγάλη μου χαρά επανέρχομαι στην ενασχόλησή μου να καταγράφω τα γεγονότα της ζωής μου στις λευκές σελίδες αυτού το τετραδίου και να του απευθύνομαι σαν να είναι ένας έμβιος και νοήμων οργανισμός.
Η απροσδόκητη επίσκεψη που με ανάγκασε να αφήσω στη μέση τη τελευταία μου καταγραφή και να επιδοθώ στην φροντίδα του από ένα αρκετά γερό κρυολόγημα, πρόκειται για ένα δεκαεξάχρονο αγόρι. Προέρχεται από το βορειοδυτικό προάστιο της πόλης, μια συνοικία γνωστή για τη φτώχεια της.
Εκείνη τη νύχτα, εκείνο το απόγευμα, για να είμαι πιο ακριβής, είχε βγει έξω και είχε στηθεί σε μια γωνιά, κοντά στη κεντρική αγορά για να ζητήσει ένα κομμάτι από την ανύπαρκτη καλοσύνη του καταναλωτικού κοινού που είχε βγει για να κάνει τα τελευταία ψώνια της ημέρας. Αν κατάλαβα καλά, η λέξη ‘’ανύπαρκτη’’ είναι προφανώς ένας αρκετά ήπιος χαρακτηρισμός μιας και στα κουρέλια που απομάκρυνα ευθύς αμέσως όταν τον βρήκα στη πόρτα μου δεν βρήκα ούτε μια δεκάρα.
Αφού δεν αποκόμισε τίποτα από τη παραμονή του εκεί και βλέποντας ότι ο καιρός άρχιζε να δείχνει το σκληρό του προσωπείο, ο μικρός αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Δυστυχώς όμως, η εναλλαγή του καιρού ήταν απότομη, και η νεροποντή ξεκίνησε αρκετά γρήγορα.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε βρει ένα μικρό καταφύγιο, σε ένα μικρό στενάκι ανάμεσα σε δύο κτίρια και κατάφερε να προστατευτεί από τη βροχή για κάποιες ώρες μέχρι που τη στιγμή που το δρομάκι αυτό έπεσε στην ιδιοκτησία ενός μεγαλύτερου και πιο χειροδύναμου σφετεριστή. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, ο δρόμος του τον οδήγησε στο κατώφλι του σπιτιού μου. Από εκεί και πέρα, καλό μου ημερολόγια, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, δεν συμφωνείς;
Αυτό που με χαροποίησε όμως ιδιαίτερα ήταν τα αποτέλεσμα που προέκυψε μετά από τη συζήτηση που είχα με τον νεαρό Κλέμενς , όπως μου συστήθηκε όταν επανέκτησε την πνευματική του ισορροπία επαρκώς.
Του πρότεινα μια… συμφωνία. Του ζήτησα να έρχεται να με βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού που τώρα πια εγώ αδυνατώ να επιτελέσω, λόγου χάρη στον καθαρισμό του κήπου αλλά και στη διαπεραίωση των εξωτερικών μελημάτων όπως είναι τα ψώνια του μηνός ή κάποια έκτακτα ψώνια που ίσως προκύψουν.
Σαν αντάλλαγμα θα του δίνω μια καλή χρηματική απολαβή, από τη σύνταξή μου. Καλή που λέει ο λόγος αλλά σίγουρα θα δώσει στην οικογένειά του μια ανάσα, μια ευκαιρία… μια βοήθεια.
Δεν είναι πολλά τα χρήματα που θα του δίνω… Νιώθω εκ νέου μια μικρή επίθεση από τις τύψεις μου. Παρηγορούμαι όμως από το γεγονός ότι προσπαθώ να βοηθήσω έναν συνάνθρωπό μου με όσες δυνάμεις έχω και με προθυμία χωρίς να με αναγκάσει κανένας εξωγενής παράγοντας . Μου αρέσει που τον βοηθάω, πραγματικά.
Ίσως… Ποιος να ξέρει… Ίσως με αυτή τη βοήθεια καταφέρω να πετύχω πολλά περισσότερα από την αποκατάσταση ενός ασθενή ή ένα απλό έσοδο σε μια οικογένεια που ο Θεός ξέρει πόσο το χρειάζεται. Ίσως καταφέρω να εμφυσήσω μια ιδέα ελπίδας στη καταρρακωμένη ψυχή του μικρού Κλέμενς. Μια ελπίδα που τη χρειάζεται διακαώς αν θέλει να πορευθεί σε αυτή τη δύσκολη ζωή. Ίσως καταφέρω να γιατρέψω και κάτι άλλο εκτός από το σώμα του… Ίσως καταφέρω να γιατρέψω τη ψυχή του.
Προσεύχομαι στο Θεό να το καταφέρω.
Για την ώρα, σε αποχαιρετώ, ημερολόγιό μου. Απόψε, ίσως καταφέρω να κοιμηθώ. Είμαι αισιόδοξη όσο να’ναι. Το κεφάλι μου το νιώθω τόσο ελαφρύ. Ίσως το νιώθω ελαφρύ για πρώτη φορά, στην ενήλικη ζωή μου.
Φλόρενς Ναιτινγκέηλ. ‘’
Μηνάς Τσαμπάνης
Ο Μηνάς Τσαμπάνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1980 και ζει στο Γέρακα της Αθήνας. Εργάζεται ως αποκλειστικός νοσοκόμος σε γνωστό μεγάλο νοσηλευτικό ίδρυμα των Αθηνών και παρέχει νοσηλευτικές υπηρεσίες σε ασθενείς στα σπίτια. Από μικρός λατρεύει την Επιστημονική Φαντασία. Έχει γράψει και έχει κυκλοφορήσει δύο βιβλία, Ο Πλανήτης Του Χαμένου Παραδείσου από τις Εκδόσεις Andy’s Publishers και το μυθιστόρημα φαντασίας Η Θλιμμένη Πριγκίπισσα των Ωκεανών από τις Εκδόσεις Ανάτυπο.
Από τις Εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί και μια ανθολογία ιστοριών Επιστημονικής Φαντασίας στα πλαίσια ενός διαγωνισμού. Ο Μηνάς συμμετέχει με το διήγημα Μάθημα Ζωής από ένα Ξένο και έχει κερδίσει το βραβείο Larry Niven 18 για κατηγορία Φαντασία με το διήγημα Φως στο Σκοτάδι το οποίο είναι και ένα κοινωνικό μήνυμα για το πώς θα πρέπει να προσεγγίζεται ένας παθόντας χρόνιας νόσου. Επίσης, το διήγημα Μάρτυρες δημοσιεύτηκε στη συλλογή Έπος Της Φαντασίας ΙΙ: Ανάσταση που κυκλοφόρησε στα πλαίσια της διοργάνωσης Φαντασμαγόρια για το 2018 στη Θεσσαλονίκη.
Τη τρέχουσα περίοδο, είναι απασχολημένος με τη συγγραφή και τη προώθηση του μυθιστορήματος Ο Κόκκινος Μαχητής της Γης.