Ξέχασες την κανέλα; – Βασιλική

“Ανθή, πάρε το Γρηγόρη και ελάτε σε καμιά ωρίτσα από το σπίτι μου! Θα έχω φτιάξει κέικ, μπισκοτάκια και θα στολίσουμε το σπίτι!” μίλησα με εύθυμη διάθεση στο τηλέφωνο. Μένουν λίγες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα και το έθιμο μας είναι να μαζευόμαστε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί το σπίτι. Η Ανθή είναι η κολλητή μου από πέντε χρονών. Έχουμε περάσει καλές αλλά και άσχημες εμπειρίες. Για χρόνια ήμασταν συγκάτοικοι, όμως πριν από ένα χρόνο γνώρισε το Γρηγόρη και πλέον έχουν το δικό τους σπίτι.

Τον τελευταίο καιρό έχουν αρχίσει και με συμβουλεύουν να βρω ένα σύντροφο επειδή δεν είναι ωραίο να είσαι μόνος σου τις γιορτές. Φυσικά, δεν τους ακούω. Δεν μου αρέσει να βρω κάποιον που δεν αγαπώ μόνο και μόνο για να μην είμαι μόνη μου. Η σχέση μου με τη μοναξιά όντως δεν είναι καλή, αλλά δεν θα φτάσω σε αυτό το σημείο.

Κοιτάζω τα τετράδια μου για να ελέγξω αν έχω όλες τις συνταγές έτοιμες και τα υλικά στον πάγκο ώστε να ξεκινήσουμε μόλις φτάσουν τα παιδιά. Συνήθως κάνω παραδοσιακά πράγματα, όμως φέτος είπα να αλλάξω καμιά συνταγή ώστε να γίνει κάτι διαφορετικό. Έψαξα στο διαδίκτυο για μια ασυνήθιστη συνταγή και βρήκα από μια διάσημη ζαχαροπλάστη που έχει κάνει επιτυχία με τις διαφορετικές της πινελιές την κατάλληλη. Δεν έχω ξαναφτιάξει ποτέ gingerbread cookies, οπότε δεν είμαι σίγουρη αν θα πετύχουν. Ξαφνικά ακούω τον ήχο του κουδουνιού και πηγαίνω να ανοίξω. “Chi è?” ρώτησα για να τους εκνευρίσω και άκουσα τα γέλια τους. “Εμείς τρελή να μπούμε;”

“Ανεβείτε τρελοί” πάτησα το κουμπί και περίμενα στην πόρτα. Φόρεσα το κόκκινο σκουφάκι μου και άνοιξα για να υποδεχτώ την Ανθή και το Γρηγόρη. Μόνο που δεν ήταν μόνοι τους.

“Γεια σου αγαπούλα!! Τι κάνεις;” χαιρέτησα την Ανθή και αγκάλιασα το σύντροφο της όταν εκείνη με διέκοψε. “Πολύ καλά! Να σου γνωρίσω το Γαβριήλ, είναι πολύ στενός φίλος του Γρηγόρη και συνεργάτης στη δουλειά” μου έδειξε το νεαρό που ήταν πίσω της. Τα μελί μάτια του γυάλιζαν χαρούμενα κάτω από τα καλοσχηματισμένα φρύδια του που είχαν μια υπόνοια…πονηριάς;

“Χαίρω πολύ” έτεινα το χέρι μου και εκείνος το έσφιξε δυνατά. “Με λένε Μαρκέλλα” χαμογέλασα αμήχανα καθώς εκείνος κρατούσε ακόμα το χέρι μου. Μόλις το κατάλαβε, το άφησε απότομα και κούνησε θετικά το κεφάλι του.

“Έχω έτοιμα τα υλικά στην κουζίνα, αφήστε όπου θέλετε τα πράγματα σας” τους έδειξα το σαλόνι και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Άκουσα βήματα πίσω μου και συνάντησα την Ανθή να μου χαμογελάει. “Μην μου πεις! Δεν είναι κούκλος; Πως γίνεται να έχει τόσο ωραία φρύδια μου λες; Εγώ βασανίζομαι!” απάντησε γρήγορα καθώς την κοίταζα καχύποπτα. “Τυχαία τον φέρατε μαζί;” ξεκίνησα την ανάκριση μου. “Όχι αλλά το παιδί ήθελε πολύ να σε γνωρίσει και να στολίσει και αυτός κάπου. Βλέπεις, έχασε πρόσφατα τη μητέρα του και μένει μόνος του στο σπίτι” μου εξήγησε και ένα κύμα θλίψης σχηματίστηκε μέσα μου. “Ο πατέρας του;” ρώτησα χωρίς να σκεφτώ. “Έχει πεθάνει πολλά χρόνια. Τώρα έχει μείνει μόνος του” απάντησε γρήγορα καθώς ακούσαμε να έρχονται προς την κουζίνα. “Μαζί σου θα τα πω αργότερα” της έκανα σήμα και έδειξα στα παιδιά στα υλικά.

“Λοιπόν, τι έχουμε στο νου για πρώτη συνταγή;” έτριψε τα χέρια του ο Γρηγόρης και του έδωσα τη συνταγή με το κέικ. “Είναι το κέικ που σου αρέσει πολύ. Σκέφτηκα φέτος να το φτιάξεις εσύ με την Ανθή αλλά πρόσεχε γιατί το λατρεύω” τον κοίταξα για λίγο σοβαρή και μετά γέλασα. “Γαβριήλ, αν θέλεις μπορείς να βοηθήσεις με τα gingerbread cookies, είναι η πρώτη φορά που θα τα φτιάξω οπότε θα χρειαστώ σίγουρα βοήθεια” έδειξα από την αντίθετη μεριά του πάγκου και εκείνος έγνεψε θετικά. Φορέσαμε τα γάντια νιτριλίου και αρχίσαμε να πλάθουμε τα ζύμη. Είχα αφήσει το Γαβριήλ να κάνει το μίγμα και εγώ μετά θα έκανα τη διακόσμηση. Ίσως φτιάξαμε πολλά, αλλά που θα πάει, δεν θα τα αφήσουμε έτσι είναι αμαρτία…

“Ανθή, πώς πάει το κέικ;” έκλεισα το μάτι μου στη κολλητή μου αφού έβλεπα ότι έπαιζαν με το Γρηγόρη. “Μια χαρά, σε κανένα τρίωρο θα είναι έτοιμο” γέλασε και κοίταξα τον πάγκο τους. Είχε περάσει η αποκάλυψη του Ιωάννη. “Καλέ, ούτε ο σκύλος μου δεν θα έκανε τόσο χαμό!” φώναξα και ο Γαβριήλ με κοίταξε περίεργα. “Έχεις σκύλο;” ρώτησε έκπληκτος αλλά νομίζω ότι του κατέστρεψα τη χαρά. “Τρόπος του λέγειν” γύρισα σε εκείνον και στα μπισκότα;

Τα κουπάτ είχαν διάφορα σχήματα όπως ανθρωπάκι, δέντρο, αστέρι ή φεγγάρι. Το γνωστό σχήμα των μπισκότων αυτών ήταν άνθρωπος, αλλά γιατί όχι και τα άλλα;

Ο Γαβριήλ αποδείχθηκε πολυ καλός βοηθός και πολυ γυμνασμένος. Κάτι δηλαδή, ακριβώς αντίθετο από εμένα. Βαριόμουν απίστευτα να πάω γυμναστήριο και τη μία φορά που το έκανα έφυγα και δεν ξαναγύρισα. Μπα, μου αρκεί ο χορός.

“Θα βάλουμε λίγο μουσική;” με παροτρύνουν τα παιδιά. Τόση ώρα το έχουμε ξεχάσει! Μπήκα στο ιντερνετ και βρήκα μια Χριστουγεννιάτικη playlist να παίζει. Είχε τα γνωστά εκνευριστικά τραγούδια που δεν χρειάζεται να ονομάσω αλλά και άλλα εξαιρετικά. “Ποιο είναι το αγαπημένο σου Χριστουγεννιάτικο τραγούδι Μαρκέλλα;” άκουσα τη φωνή του Γαβριήλ από την κουζίνα. Πήγα ξανά στον πάγκο μας και γύρισα σε αυτόν. “Το Jingle Bell Rock, τα δύο πιο γνωστά με εκνευρίζουν” γέλασα λίγο και συνέχισα τη δουλειά. “Τι σύμπτωση, και μένα” απάντησε.

“Και ποιος δεν εκνευρίζεται από αυτά” μίλησε ο Γρηγόρης από την άλλη μεριά. Όμως η Ανθή τον διέκοψε αφού τον χτύπησε στο στέρνο. “Εμένα μου αρέσουν Γρηγόρη! Είναι ρομαντικά και μιλούν για την επιθυμία κάποιου να είναι με το άλλο του μισό” τον επίπληξε και εμείς κοιτάζαμε έκπληκτοι.

“Μα ο George Michael μιλάει για κάποια που τον χώρισε!” παραπονέθηκε και τότε η Ανθή πήρε ένα παραξενεμένο ύφος. “Αλήθεια; Τέλος πάντων, είναι πολύ ρομαντικά και τα δύο, τέλος” πήρε την απόφαση της και άρχισε να τραγουδάει.

“Δεν εννοούσα πριν τα εκνευριστικά τραγούδια” τον άκουσα στο αυτί μου. “Εννοούσα το Jingle Bell Rock, είναι και εμένα το αγαπημένο μου” ψιθύρισε και έμεινα έκπληκτη. “Τότε έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Πες μου ότι ξέρεις να παίζεις και κάποιο μουσικό όργανο και θα σε ερωτευτώ” γέλασα αμήχανα, αλλά δεν περίμενα αυτό που θα συνέβαινε λίγο αργότερα. “Βασικά ξέρω να παίζω πολύ καλά βιολί και κιθάρα” με κοίταξε γοητευτικά και ξεροκατάπια.

Μετά από λίγο, βάλαμε το κέικ- που επιτέλους είχαν φτιάξει η Ανθή και ο Γρηγόρης και μετά από λίγο τα μπισκοτάκια μας. Ήταν όλα πολύ χαριτωμένα, σκεφτόμουν πως μετά με τον στολισμό θα είχαν μια καταπληκτική θέση στο κέντρο του σπιτιού, εκεί που βρίσκεται το μπουφέ με τα γλυκά.

Όσο περιμέναμε να ψηθούν, κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι για να πούμε τα νέα μας. “Λοιπόν παιδιά, που θα πάτε διακοπές φέτος;” ρώτησα ενθουσιασμένη την Ανθή. Κάθε χρόνο διαλέγουν για τέσσερις μέρες έναν προορισμό και κάθε φορά βλέπω εκπληκτικά χιονισμένα τοπία από όλη την Ευρώπη. “Φέτος λέμε να πάμε στην Αυστρία. Θέλουμε τόσο πολύ να τη δούμε χιονισμένη” αγκάλιασε το Γρηγόρη και χώθηκε στην αγκαλιά του. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό,να βρω κάποιον που να με αγαπάει πραγματικά και να πάω μαζί του ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο. “Εσύ Γαβριήλ;” ρώτησα απότομα και ξέχασα τι μου είχε πει η Ανθή στην αρχή. Είχε πρόσφατα χάσει τη μητέρα μου. Δεν νομίζω να είχε όρεξη για ταξίδια. Τι χαζή που είμαι.

“Φέτος δεν θα πάω πουθενά, αλλά πέρσι είχα πάει ένα καταπληκτικό ταξίδι στην Ιταλία και πραγματικά πέρασα υπέροχα” απέφυγε τελείως να αναφέρει το οτιδήποτε δυσάρεστο. “Εύχομαι του χρόνου αν γνωρίσω κάποια να πάω μαζί της κάπου μαγικά” πρόσθεσε και στα μάτια του υπήρχε μια δόση ελπίδας.

“Άντε Μαρκέλλα, δεν θα μας παίξεις κανένα τραγούδι στο αρμόνιο; Έχω καιρό να σε ακούσω και μου αρέσει τόσο πολύ όταν παίζεις μουσική!” πετάχτηκε η Ανθή και ήθελα να τη σκοτώσω. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει πολύ να παίζω αλλά έχω καιρό να εξασκηθώ και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. “Ναι Μαρκέλλα, είσαι τέλεια” πρόσθεσε ο Γρηγόρης και τότε πήρα την απόφαση να πάω προς το αρμόνιο.

“Λέω το πρώτο τραγούδι να είναι το αγαπημένο του Γαβριήλ και δικό μου” γέλασα και έψαξα στις παρτιτούρες. Έχω τα περισσότερα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κάποιες εναλλακτικές εκδοχές τους. Το Jingle Bell Rock είναι από αυτά που έχω εξασκηθεί περισσότερο, αφού είναι και το αγαπημένο μου. “Έτοιμοι;” ρώτησα και έβαλα τη μουσική να ξεκινήσει πριν τοποθετήσω τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα.

Jingle Bell

Jingle Bell

Jingle Bell Rock

Jingle Bells swing and Jingle Bells ring

snowing and blowing up bushels of fun

now the Jingle hop has begun…

τραγουδούσαμε όλοι μαζί όσο εγώ τραγουδούσα από μέσα μου τις νότες. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους, αλλά όταν παίζω θέλω να σκέφτομαι τις νότες και όχι τόσο τους στίχους. Ακόμα και με καλοδουλεμένα κομμάτια, έχω αυτό το άγχος. Και μπροστά στο Γαβριήλ, αυτό το άγχος μεγαλοποιείται.

What a bright time

is the right time

to rock the night away,

Jingle Bell time

it’s a swell time

to go gliding in

a one horse sleigh!

Γελάσαμε όλοι μαζί με αυτό το στίχο και συνεχίσαμε το τραγούδι. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και εύθυμη και τα παιδιά φαινόντουσαν να περνούν φανταστικά, όπως κι εγώ. Αφού τελείωσε το τραγούδι τα παιδιά χειροκρότησαν και εγώ γέλασα αμήχανα. Η αλήθεια είναι πως ντρέπομαι πολύ όταν γίνονται τέτοιες κινήσεις. “Τραγουδάς τέλεια” παρατήρησε ο Γαβριήλ και η Ανθή συμπλήρωσε. “Έχει πάει φωνητική πέντε χρόνια και αρμόνιο άλλα τόσα” γέλασε και τότε ντράπηκα ακόμη περισσότερο. Δεν συνηθίζω να λέω αυτά που έχω κάνει ως παιδί γιατί τότε δεν θα τελείωνα τόσο γρήγορα. Απλά δεν μου άρεσε να μένω σπίτι.

“Μπορώ να παίξω κάτι λίγο πιο…ξεχωριστό;” παρακάλεσα και εκείνοι συμφώνησαν. “Το κανονικό τραγούδι δεν έχει σχέση με τα Χριστούγεννα, είναι ένα παλιό παραδοσιακό Αγγλικό τραγούδι και φημολογείται ότι είναι σύνθεση του Ερρίκου του VIII για την αγαπημένη του Anne Bolleyn. Αλλά ίσως το γνωρίζετε ως την ελληνική εκδοχή του τραγουδιού Ποιο να’ναι αυτό το μικρό παιδι” τόνισα στο τέλος όσο οι καλεσμένοι μου με κοιτούσαν με ενδιαφέρον.

Το τραγούδι άρχισε να παίζει κανονικά, αλλά όταν ήταν έτοιμοι να τραγουδήσουν στα ελληνικά, τους μπέρδεψα με αυτά που έλεγα εγώ. Το πλέον πιο καλοδουλεμένο μου κομμάτι μπορούσε να παιχτεί χωρίς τη δυσκολία των νοτών και μπορούσα να λέω τους στίχους.

Alas my love you do me wrong
To cast me off discourteously; And I have loved you oh so long, Delighting in your company.

Greensleeves was my delight,
Greensleeves my heart of gold
Greensleeves was my heart of joy
And who but my lady Greensleeves.

Τελειώνοντας το πρώτο μέρος του τραγουδιού, ξεκίνησα να λέω το ελληνικό κομμάτι ώστε να μπορούν και τα παιδιά να τραγουδήσουν μαζί μου. Σε όλη τη διάρκεια, μπορούσα να ακούσω το Γαβριήλ με την εκπληκτική φωνή του να νιώθει κάθε στίχο, είχε εξαιρετικό ταλέντο μπορώ να πω.

Μετά από το ευχαριστο μουσικό διάλειμμα, προχωρήσαμε ξανά στην κουζίνα για να ελέγξουμε τα γλυκά. “Έτοιμο το κέικ!” φώναξα και έβγαλα το γλυκό από το φούρνο. Σαν γνωστοί ανυπόμονοι που είμαστε, δεν περιμέναμε να κρυώσει και αρχίσαμε να μοιράζουμε σε πιατάκια για να κρίνουμε το ταλέντο μαγειρικής των παιδιών. “Εγώ θα βάλω ένα οκτώ. Πολύ καλή δουλειά παιδιά!” είπα τρώγωντας όσο η Ανθή με κοίταζε μουτρωμένη. “Και γιατί όχι δέκα;” παραπονέθηκε. “Γιατί σας πήρε μισή ώρα με τα χάδια σας” γέλασα και τότε με κοίταξε δολοφονικά.

“Σε λίγο θα είναι έτοιμα και τα μπισκοτάκια για να σας κρίνουμε εμείς” είπε εκδικητικά και γελάσαμε. “Δεν είναι διαγωνισμός αγαπούλα, ηρέμησε” προσπάθησε να πει ο Γρηγόρης αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του. Όταν βγάλαμε τα μπισκότα, άλλαξα γνώμη και τους άφησα όλους να στολίσουν. Βάλαμε από τα πιο κλασικά ως τα πιο παρδαλά χρώματα στο γλάσο μας για τα γλυκά. Δεν νομίζω ότι πολλοί το κάνουν αυτό.

Δοκιμάζοντας ένα βρήκα ότι έχει εξαιρετική γεύση, αλλά σαν κάτι να έλειπε. Τα μπισκοτάκια έπρεπε να είναι με εναλλακτική λύση των μπισκότων κανέλας, κάτι δεν δούλευε…

“Ξέχασες την κανέλα;” ρώτησα το Γαβριήλ που μετά από λίγο κατάλαβε το λάθος του και κρύφτηκε πίσω από τα παιδιά. “Ξέχασες την κανέλα!” φώναξα έκπληκτη με το γεγονός. Μα καλά στα μπισκοτάκια με βασικό συστατικό το ginger και την κανέλα, ξέχασε το ένα από τα δύο;

“Οκτώ θα πάρετε κι εσείς” είπε ο Γρηγόρης και σκέφτηκα ότι πολύ μας είναι. “Αν βάζατε κανέλα θα είχατε δέκα” μου έβγαλε έξω τη γλώσσα η Ανθή και ηρέμησα με το Γαβριήλ. “Βγες έξω, δεν δαγκώνω” του έδωσα το χέρι μου και του ζήτησα να με βοηθήσει με όσα μπισκότα είχαν μείνει στον πάγκο. “Παιδιά πηγαίνετε μέσα και σε λίγο φέρνουμε τα μπισκότα στο μπουφέ. Πάρτε και το κέικ μαζί” έδωσα το γλυκό και ξαναγύρισα. Έριξα στο κορνέ κόκκινο χρώμα ζαχαροπλαστικής και στόλισα μερικά ανθρωπάκια. “Συγνώμη” ψέλισσε μετά από λίγο και τότε τον χτύπησα ελαφρά στην πλάτη. “Σιγά το πράγμα, κάτι χαζά μπισκότα είναι, δεν είναι κάτι σοβαρό” γέλασα με το ύφος του, νόμιζε ότι θύμωσα πραγματικά. “Θα με συγχωρέσεις δηλαδή;” σταμάτησε το στολισμό και με κοίταξε έντονα. “Ναι καλέ σιγά” αποκρίθηκα ειλικρινά και γύρισα στα μπισκότα. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται αποπνικτική καθώς οι υπόλοιποι ήταν στο σαλόνι και εμείς είχαμε μείνει στην κουζίνα. Μόνοι.

“Μαρκέλλα, μπορώ να σου πω κάτι;” με ρώτησε μετά από λίγο καθώς σκούπιζε τα χέρια του από τη ζάχαρη. “Ναι πες μου τι έγινε” τον κοίταξα περίεργα καθώς φαινόταν αγχωμένος χωρίς λόγο.

Σε κλάσματα δευτερολέπτου, με έπιασε από τη μέση και με κόλλησε στα χείλη του. Είχαν τη γεύση της ζάχαρης και ο ένας προσπαθούσε να ηρεμήσει τον άλλο. Μετά από λίγο απομακρυνθήκαμε και τότε θυμήθηκα. “Δεν μου είπες κάτι, έκανες κάτι” σήκωσα τα φρύδια μου και τον κοίταξα εξεταστικά. Σκούπιζε με το αντίθετο της παλάμης του τα χείλη του που ήταν γεμάτα ζάχαρη. Και κόκκινο κραγιόν βασικά. “Αντί να το πω το έκανα” μου έκλεισε το μάτι και ρόλαρα τα μάτια μου.

Μπαίνοντας στο σαλόνι η Ανθή με το Γρηγόρη μας κοιτούσαν περίεργα. Δεν ξέρω αν είχαν καταλάβει κάτι αλλά η Ανθή με κοιτούσε με εκείνο το ύφος που παίρνει κάθε φορά που της κρύβω κάτι αλλά εκείνη καταβάθος γνωρίζει. “Γιατί μας κοιτάτε έτσι βρε παιδιά;” ρώτησα αθώα, μήπως και γλιτώσουμε την ανάκριση. “Φιληθήκατε και δεν μας λέτε τίποτα ε;” είπε ο Γρηγόρης με ένα πονηρό χαμόγελο. “Όχι, θα σας το λέγαμε αν ήταν” προσπάθησε να κρύψει ο Γαβριήλ αλλά δεν νομίζω ότι μπορούσαμε να σώσουμε την κατάσταση.

“Αφού τα χείλη της Μαρκέλας είναι πρισμένα και τα δικά σου είναι πιο κόκκινα και από της Χιονάτης!” παραπονέθηκε η Ανθή και κοίταξα το πρόσωπο του. Είχε κάποιες κόκκινες γραμμές στις άκρες των χειλιών του, σε λίγο θα γινόταν Τζόκερ.

“Ε, εντάξει φιληθήκαμε” παραδόθηκα και τότε η Ανθή ούρλιαξε χαρούμενη. “Τέλεια!! Άρα καλά ήξερα εγώ που έκανα την κίνηση” κορόιδευε το Γρηγόρη όσο εκείνος προσπαθούσε να την ηρεμήσει. “Ποια κίνηση καλέ” κοιταχτήκαμε με τον Γαβριήλ εφόσον ούτε εκείνος καταλάβαινε.

“Μαρκέλλα πες αλεύρι!” έψαχνε στην τσάντα της για κάτι χαμογελαστή. “Αλεύρι;” απάντησα περιμένωντας την απάντηση.

“Η Αυστρία σε γυρεύει! Θα πάμε κι οι τέσσερις μαζί αγαπάκια! Γαβριήλ δεν νομίζω να έχεις πρόβλημα έτσι;” τον κοίταξε για λίγο η Ανθή, ωστόσο εκείνος φαινόταν χαρούμενος. “Κανένα πρόβλημα, αν δεν έχει η Μαρκέλλα δηλαδή” μου χαμογέλασε.

“Δεν έχει, δεν έχει!” απάντησε βιαστικά η Ανθή. “Πάμε να τραγουδήσουμε ξανά!” πρότεινε και αυτή τη φορά έβαλα την playlist καθώς ξεκινήσαμε να χορεύουμε σε ζευγάρια.

Jingle Bell, Jingle Bell, Jingle Bell Rock

Jingle Bells swing and Jingle Bells ring

snowing and blowing up bushels of fun , now the Jingle hop has begun…

ΤΕΛΟΣ