“I hate how I don’t feel real enough unless someone is watching”
-Chuck Palahniuk, Invisible Monsters
Ο Γιάννης ξεκούμπωσε τη ζώνη του και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Προσπάθησε να εστιάσει στην πορσελάνη μπροστά του και να μην κάνει θόρυβο πετυχαίνοντας το νερό. Ταλαντεύτηκε λίγο ψάχνοντας να βρει την ισορροπία του και τελικά έγειρε πάνω στην πόρτα του μπάνιου. Φάνηκε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Από έξω ακούστηκε η πρώτη καλή αλλαγή που έκανε ο ντιτζέι όλο το βράδυ. Τουλάχιστον εδώ μέσα δεν χρειαζόταν να μιλάει σε κανέναν. Και δεν τον ενοχλούσε το δερμάτινο παντελόνι. Τζάμπα λεφτά Είχε χάσει και το πλαστικό πιστόλι στα δέκα πρώτα λεπτά. Τουλάχιστον το καπέλο και το πόντσο τον έκαναν να φαίνεται επικίνδυνος και γοητευτικός. Ίσως αρκετά για να καταλήξει με παρέα αργότερα
“Γαμώτο το πόντσο!!”, ο Γιάννης τινάχτηκε χωρίς να το σκεφτεί με αποτέλεσμα να βρεθεί στο πάτωμα. Έβγαλε το μουσκεμένο πόντσο και το πέταξε πάνω στον νιπτήρα.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
“Άλλος”, όποιος βρισκόταν απέξω χτύπησε ξανά, “Παρακαλώ περάστε”,
Τα φώτα έπεσαν εκείνη τη στιγμή. Αν και το μπάνιο ήταν ήδη σκοτεινό και δεν έκανε μεγάλη διαφορά η έλλειψη κακόγουστης μουσικής οδήγησε τον Γιάννη στο συμπέρασμα πως είχε γίνει διακοπή ρεύματος.
Εκμεταλλευόμενος την απρόσμενη και φευγαλέα νηφαλιότητα σηκώθηκε όρθιος. Το πάτωμα γλιστρούσε. Βγήκε έξω. Φαίνεται όποιος περίμενε είχε αποφασίσει πως ό,τι δουλειά είχε στην τουαλέτα μπορούσε να περιμένει. Και γιατί τόση βιασύνη δηλαδή; Μαλάκες.
Προχώρησε στον διάδρομο της τουαλέτας, έφτιαξε τη ζώνη του, άνοιξε την πόρτα και ξέρασε.
Είχε ξαναδεί αίμα σε ταινίες και παιχνίδια αλλά αυτό που δεν περίμενε ήταν η μυρωδιά. Άθλια μυρωδιά σήψης. Βρέθηκε για δεύτερη φόρα στο πάτωμα ανάμεσα σε δεκάδες σαπισμένα πτώματα.
Κάποιος μιλούσε Ένας ξανθός άντρας. Χοροπηδούσε τριγύρω σαν να έπαιζε σε κάποιο θεατρικό. Τώρα στεκόταν στο κάτω μισό ενός μπάτμαν και έλεγε κάτι για αιώνες υπομονής. Ναι αυτό θα ήταν κάποια ταινία ή ένα παιχνίδι σε συνδυασμό με ναρκωτικά. Πολύ σκληρά ναρκωτικά. Κοίταξε δίπλα του. Το πάνω μισό του μπάτμαν φαινόταν να μην δίνει σημασία σε ότι συνέβαινε κάτω από τη μέση του.
Ο άνδρας ήρθε κοντά του και τον χαστούκισε.
“Δώσε προσοχή”, τόνισε τις λέξεις μια μια. Ο Γιάννης μαζεύτηκε. Κοίταξε τον άνδρα στα μάτια. Ήταν άσπρα. Άδεια από κάθε κίνηση και συναίσθημα. Ένιωσε άβολα και χαμήλωσε το βλέμμα.
“Πολύ ωραία”, συνέχισε ο άνδρας και ύστερα πρόσθεσε με τον τρόπο κάποιου που θέλει να βοηθήσει όσο περισσότερο μπορεί, “πώς ακριβώς θα ήθελες να πεθαίνεις σήμερα;”
Περίμενε μια απάντηση και ο Γιάννης είπε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε.
“Τι προτείνεις;”
Ο άνδρας χαμογέλασε. Δυο λευκά χείλη εξαφανίστηκαν σε μια λεπτή γραμμή από κόκκινο. Πήρε μια βαθιά ανάσα σχεδόν απολαμβάνοντας την ύπαρξη του και πλησίασε στο πρόσωπο του Γιάννη. Κοφτερά δόντια που πριν δε θα μπορούσαν να χωράνε σε ένα τόσο στενό στόμα ξεπρόβαλαν
“Τι θα έλεγες να τρέξεις; Μ΄αρέσει αυτό.”
Ο Γιάννης δεν ήξερε ότι κάποιος μπορεί να σου ορμήσει από τόσο κοντά. Δεν ήξερε επίσης ότι μπορούσε να ξεράσει κι άλλο. Το κεφάλι του άντρα κύλισε στο πάτωμα. Η κοπέλα σκούπιζε το αίμα από το σπαθί που κρατούσε πάνω στα ρούχα μιας νεκρής κοκκινοσκουφίτσας.
“Δεν θα τον καθυστερήσει πολύ, καλύτερα να βιαστείς” του είπε και του έδωσε ένα δεύτερο σπαθί. Ήταν πολύ πιο βαρύ απ’ όσο περίμενε. Όποια και να ήταν σίγουρα έπαιρνε πολύ σοβαρά τα πάρτυ μασκέ.
Πριν προλάβει να μιλήσει η κοπέλα του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Το σπίτι δεν ήταν μικρό αλλά όπου και να πήγαιναν δεν θα ήταν αρκετά μακριά. Μόλις πλησίασε τον ψέκασε με ένα άρωμα. Άρχισε να βήχει και πλέον ήταν σίγουρος πως δεν είχε τίποτα άλλο να βγάλει από μέσα του χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ακεραιότητα του.
“Σε καταλαβαίνουν από τη μυρωδιά, δεν μπορούν να δουν. Και τώρα δεν είσαι το μόνο πράγμα που μυρίζει ζωντανό σε ακτίνα 500 μέτρων. Παρακαλώ.” Έκλεισε την πόρτα πίσω της.
“Ποιά είσαι;”, Ο Γιάννης είχε αρχίσει να ξεχνάει τι είχε συμβεί μέχρι τώρα και να επικεντρώνεται στην κοπέλα που είχε μπροστά του. Έμοιαζε με τον λόγο που πήγαινε σε αυτά τα αβάσταχτα πάρτυ κάθε φορά. Μέχρι τώρα δεν πολυπίστευε ότι υπήρχε.
“Πιθανότατα η μόνη ελπίδα που έχεις.” Φαινόταν να είναι πολύ απασχολημένη με κάτι αλλά ο Γιάννης δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Έβγαζε αδιευκρίνιστα αντικείμενα από τις τσέπες της και τα προσάρμοζε σε άλλα σημεία του σώματος της. Κυρίως σημεία που κάθε αξιοπρεπής κάμεραμαν θα εστίαζε. Ταυτόχρονα βομβάρδιζε τον Γιάννη με πληροφορίες για αρχαία ξανθά πλάσματα, μυστικές οργανώσεις και όρκους εκδίκησης.
“Η μόνη ελπίδα για τι ακριβώς;” επέμεινε ο Γιάννης.
“Μα να σώσουμε τον κόσμο.”. Οκ αυτό ήταν αστείο. Το κατάλαβε. Δεν του άρεσε.
“Γαμώτογαμώτογαμώτο! Μια τριανταριά άνθρωποι είναι νεκροί και εσύ φέρεσαι σα να είσαι ο Βαν Χέλσινγκ. Τι διάολο γίνετε;”
Η κοπέλα φάνηκε να το σκέφτεται λίγο.
“Οι φίλοι σου είναι νεκροί, δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι αυτό. Αν θες μπορείς να τους συναντήσεις”, και ύστερα από μια τέλεια δραματική παύση πρόσθεσε, “ή να τους εκδικηθείς”.
Η πόρτα τραντάχτηκε. Ο Γιάννης έσφιξε το σπαθί στο χέρι του και κοίταξε την κοπέλα. Η σιωπή που ακολούθησε είχε ρυθμό. Σαν τα πρώτα μέτρα από μια συμφωνία κάποιου βόρειου σαδιστή. Παύση παύση έκρηξη. Η πόρτα έσπασε και ο ξανθός άνδρας μπήκε στο δωμάτιο. Μύρισε τον αέρα και γρύλισε από θυμό. Η κοπέλα έκανε νόημα στον Γιάννη και όρμησε στον άνδρα. Ήταν τόσο εύκολο. Σχεδόν αστείο. Με λίγα χτυπήματα ο άνδρας έπεσε στο πάτωμα ακριβώς στο κέντρο ενός ζωγραφισμένου κύκλου από διάφορα θρησκευτικά σύμβολα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους. Και ύστερα άρπαξε φωτιά.
Η κοπέλα πλησίασε τον Γιάννη. Τον κοίταξε στα μάτια και σηκώθηκε στις μύτες για να τον φιλήσει. Ήταν άραγε και πριν πιο κοντή; Ο άντρας φώναζε υποσχέσεις επιστροφής και εκδίκησης μέσα από τις φλόγες. Μύριζε αίμα. Τα χείλη ήταν ζεστά και κόκκινα και τόσο λεπτά. Μύρισε τον λαιμό του.
“Για μισό. ” Ο γιάννης την έσπρωξε. “Δεν μπορεί να ξέφυγα τόσο εύκολα από κάποιον που μόλις είχε σκοτώσει τόσα άτομα χωρίς να ιδρώσει. Και γιατί πέθανε τώρα ενώ πριν ο αποκεφαλισμός δεν ήταν αρκετός. Κι ο κύκλος;; Δηλαδή τι παίζει με τον κύκλο. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε στο προηγούμενο δωμάτιο αυτό;”. Η κοπέλα τον κοιτούσε με ενδιαφέρον. “Και γιατί το τελευταίο μισάωρο ακούγεστε όλοι σαν κακή ταινία τρόμου;”
Τα μάτια της έλαμπαν από ενθουσιασμό.
“Το κατάλαβε!’, χοροπήδηξε και χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους. “Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό.”
Ο άνδρας σηκώθηκε από τις φλόγες και βγήκε από τον κύκλο χωρίς κάποια δυσκολία
“Δεν κατάλαβε τίποτα.” Σκούπισε μερικές στάχτες από πάνω του και πλησίασε την κοπέλα, “αλλά τώρα το χάλασες. Δεν έχει νόημα.”
“Εγώ το χάλασα; Εσύ! με τους μονολόγους και τις ψευτοκραυγές σου. Απορώ πως δεν τον ξύπνησες.”
Ο άντρας σήκωσε το χέρι του
“Αργότερα”, είπε “Δεν τελειώσαμε ακόμα.”
Στράφηκε προς τον Γιάννη.
“Ας πούμε πως κατάλαβες κάτι. Για το καλό σου ήταν και κρίμα γιατί το τέλος δεν αλλάζει. Απλά δεν θα το ευχαριστηθείς τόσο. Η ερώτηση παραμένει ίδια. Μα…που πήγες;”
Ο Γιάννης έτρεχε στο δωμάτιο με τα πτώματα. Δεν τον ξύπνησες. Αυτό ήταν, έβλεπε όνειρο και ήξερε ακριβώς πως να ξυπνήσει. Άνοιξε την πόρτα και όρμησε μέσα. Από πίσω του τρέχαν ο άντρας και η κοπέλα. Έπεσε στα γόνατα δίπλα στο πάνω μισό του μπάτμαν. Τους άκουγε να πλησιάζουν. Έσκυψε, πήρε μια βαθιά ανάσα.
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Ήταν ακόμα στο θάλαμο της τουαλέτας. Ο ντιτζεί είχε επανέλθει στα φυσιολογικά του και στο δίπλα δωμάτιο ακούγονταν φωνές που άνηκαν σε ζωντανούς, αν και αρκετά μεθυσμένους, ανθρώπους
Σηκώθηκε προσεκτικά, μάζεψε το παντελόνι του και κάθισε μπροστά στο καθρέφτη του νιπτήρα.
“Εσύ αγόρι μου, πρέπει να σταματήσεις να πίνεις.” είπε στην αντανάκλαση του και γέλασε με την ανοησία του.
“Κι όμως δεν νομίζω να βοηθήσει.” Ο άνδρας όρμησε στον Γιάννη από πίσω και τον έριξε κάτω. “Βλέπεις μπορεί να ξύπνησες αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Η ερώτηση παραμένει ίδια.” Ο Γιάννης σύρθηκε στο πάτωμα κάτω από τον νιπτήρα. Κοίταξε τον άνδρα. Ήταν μικρόσωμος τώρα. Με το ζόρι ένα μέτρο.
“Δεν σου φέρθηκα καλά;” Έτρεχε πάνω στους τοίχους και μύριζε το δωμάτιο. Τα μάτια του έλαμπαν στο λιγοστό φως του μπάνιου” Αυτό δεν ήθελες; Να νιώσεις ήρωας μια φορά στη ζωή σου, μπορούσαμε να στο δώσουμε αυτό”. Το πλάσμα περπατούσε στον τοίχο και μύριζε το δωμάτιο. “και γυναίκες, ναι… και αυτό…αρκεί να απαντήσεις” τον πλησίασε. Ένιωθε την ανάσα του ζεστή από την προσμονή του φόνου.΄Ζεστή και υγρή στο πίσω μέρος του λαιμού του.
“Γαμώτο το πόντσο!!” Ο Γιάννης άρπαξε το πόντσο και τύλιξε το πλάσμα με το πόντσο την ώρα που του ορμούσε. Εκείνο τυφλωμένο από την αμμωνία άρχισε να ουρλιάζει και ο Γιάννης έσφιξε. Το πλάσμα χτυπιόταν ανάμεσα στα υφάσματα και ο Γιάννης έσφιξε παραπάνω. Οι σπασμοί ελάττωσαν και ο Γιάννης έσφιξε παραπάνω και όταν τελειώσαν έσφιξε λίγο ακόμα για να σιγουρευτεί.
“Καπώς θα πρέπει να το εξηγήσω αυτό”, είπε μόνος του.
Και μετά ξέρασε για τελευταία φορά.