Grand Victoria – Αριάδνη Παρθένη

 Η πραγματικότητα λειτουργεί πολύ διαφορετικά μέσα σε έναν ανελκυστήρα, στο μικρό, ξύλινο κόσμο του Έρικ. Δουλεύει πέντε μήνες τώρα ως χειριστής στο Grand Victoria, ατέλειωτες ώρες την ημέρα, κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Έχει μαζευτεί ιδρώτας στην κορυφή του κούτελού του, κάτω από μια ατίθαση τούφα χρυσών μαλλιών και τον σκουπίζει με την αναστροφή της παλάμης του, προσέχοντας να μην μετακινήσει το καπέλο της στολής του.

«Καλημέρα κύριε», λέει, όταν ο ανελκυστήρας σταματάει με το χαρακτηριστικό του ήχο. «Προσοχή στο διάκενο».

Ο άντρας που μπαίνει μέσα φοράει κουστούμι και γιλέκο, κομψός και στητός, κρατάει ταχυδρομική τσάντα και ομπρέλα. Από την ανοιχτή οπή της πόρτας, λίγο πριν αυτή κλείσει ξανά, ο Έρικ μπορεί να ακούσει το συνεχές μουρμουρητό της Σάλας, λίγο παραπέρα, σχεδόν αδιάκριτος, ακούγεται ο ήχος της βροχής. Φέρνει την οσμή του νερού μαζί του ο άντρας καθώς τινάζει την τσάντα του, αναστενάζοντας ελαφρά. Ίσως να είναι η ανάσα καθαρού αέρα που τραβάει την προσοχή του Έρικ, ίσως βέβαια να είναι η σκούρα λάμψη των ματιών του και το κόψιμο του πιγουνιού του. Ίσως να είναι το γεγονός πως από το πρωί μεταφέρει πάνω-κάτω, αδιάκοπα, πολυπληθείς οικογένειες και ομάδες κυρίων που δεν σταματούν να σχολιάζουν το τι έκανε εκείνη, πως μίλησε εκείνος, πως αντέδρασαν οι άλλοι.

«Στο 402Β», δίνει την οδηγία ο άντρας και ανασηκώνει το πρόσωπο του. Οι σκιές στα μάγουλα του αλλάζουν καθώς πιάνει το βλέμμα του Έρικ που τον παρακολουθεί έντονα μέχρι στιγμής.

Τικ. Ο Έρικ πατάει το μοχλό, ο ανελκυστήρας ξεκινάει, και εκείνος αποτραβάει το βλέμμα του, ξαφνιασμένος, η καρδιά του χτυπάει λίγο πιο δυνατά, λίγο πιο έντονα. Εκεί, κάνει αισθητή την παρουσία της ανάμεσα στο στήθος του. Δεν ήταν αδιάκριτος, σωστά; Δεν κοιτούσε παράξενα; Τικ, τικ. Περνάνε τους ορόφους και ο Έρικ, ανήσυχος, ανασηκώνει ελάχιστα το πιγούνι του, να πιάσει τη μορφή του άντρα με την άκρη του ματιού του. Τον κοιτάει. Ο άντρας τον κοιτάει. Δεν έχει απομακρύνει το βλέμμα του από πάνω του, το σκούρο μαύρο των ματιών του. Ένας πανικός μαζεύεται στις άκρες του κρανίου του Έρικ. Δεν χρειάζεται πολύ για να χάσεις τη δουλειά σου σε αυτά τα μέρη, ένα παράξενο βλέμμα, μια ενόχληση, μια φήμη αρκεί για να γυρίσει σπίτι του άνεργος ξανά.

«Δεν εργαζόσουν εδώ πριν από ένα χρόνο», ακούγεται η φωνή του άντρα. Είναι καθαρή και βραχνή, πολλαπλασιάζεται σε ένταση λόγω του περιορισμένου χώρου.

«Όχι, κύριε», απαντάει. «Μόλις πέντε μήνες».

«Χμ». Τον παρακολουθεί να κουνάει ελάχιστα το κεφάλι του. «Το φαντάστηκα. Θα σε θυμόμουν αν σε είχα ξαναδεί».

Υπάρχει κάτι αμυδρό στον τρόπο που το λέει, ένα ζωγράφισμα της πρότασης, λες και αν την σηκώσεις θα υπάρχει κρυφό μήνυμα από κάτω. Τα δάχτυλα του Έρικ τρέμουν λίγο, ίσως να αξίζει τον κόπο να κοιτάξει από κάτω της. Αν και φοβάται πως παρανοεί, ίσως να μην σημαίνει κάτι, το μυαλό του παίζει συχνά παιχνίδια, όταν ελπίζει, όταν θέλει, όταν σπρώχνει την επιθυμία του στον άλλον, τον καλύπτει με αυτή, ώστε η εικόνα να μην είναι παρά μια παραμόρφωση της πραγματικότητας. Ίσως να μην σημαίνει κάτι ή ίσως, επαναλαμβάνει ο ταχύτατος χτύπος της καρδιάς του, να σημαίνει.

«Επισκέπτεστε συχνά, κύριε;» ρωτάει.

«Έχει περάσει λίγος καιρός», απαντάει, με ένα ελαφρύ ανασήκωσα των χειλιών. «Είναι λες και η πόλη γίνεται πιο ενδιαφέρουσα κάθε φορά που τη βλέπω. Ή, ίσως να φταίει ο χρόνος», αναστενάζει. Τα μάτια του λάμπουν ελάχιστα. Τικ, ο Έρικ ίσα που προλαβαίνει να σταματήσει τον ανελκυστήρα πριν χάσει τον όροφο. «Είναι η αλήθεια», λέει ο άντρας, «Δεν είμαι συνηθισμένος σε τόσο όμορφα πράγματα».

«Το δωμάτιο σας είναι στα αριστερά», λέει ο Έρικ καθώς η πόρτα ανοίγει. «Να έχετε μια καλή διαμονή».

Ο άντρας κλείνει το κεφάλι του. «Βεβαίως», απαντάει.

Μαθαίνει το όνομα του από μια καμαριέρα: Λέσλι Κάρεϋ . «Έρχεται τακτικά», λέει ανασηκώνοντας τους ώμους, «Νομίζω σχετίζεται με μια επιχείρηση υφαντουργίας. Δεν ξέρω, δεν ρωτάω. Αλλά», είχε δείξει σκεφτική για μια στιγμή. «Δεν έχει κάτι πάνω του;»

«Κάτι;» είχε ρωτήσει ο Έρικ, παριστάνοντας τον αδιάφορο.

«Κάτι. Μια, μια αύρα. Είναι λίγο… θηλυπρεπής, δεν νομίζεις;»

«Θηλυπρεπής, Τζιν», είχε γελάσει. «Δεν θα το φανταζόμουν πως ξέρεις τόσο δύσκολες λέξεις».

Δεν σταματάει να το σκέφτεται, να το γυρίζει στο μυαλό του, ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του ανελκυστήρα του, περιμένει πότε θα χτυπήσει εντολή από τον 4ο όροφο. Ο θόρυβος λειτουργεί διαφορετικά εκεί μέσα: ο μαλακός συνεχές ήχος της μηχανής, το τικ-τικ καθώς διασχίζει τους ορόφους, το κουδούνισμα της πόρτας που ανοιγοκλείνει και ο ήχος της κλήσης, το διαπεραστικό βουητό της. Δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει πέρα από το να μαθαίνει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι ένοικοι του ξενοδοχείου καλούνε τον ανελκυστήρα: μερικές φορές ένα επίμονο πάτημα, ένα απότομο χτύπημα, επαναλαμβανόμενες πιέσεις. Χτυπάει έτσι και μπαίνει η κυρία με τα τρία παιδιά από τον 2ο όροφο, χτυπάει έτσι και μπαίνει το ζευγάρι νεόνυμφων από τον τελευταίο, χτυπάει έτσι και είναι ο κύριος Λέσλι Κάρεϋ.

Το χτύπημα του είναι μαλακό, προσεκτικό, λες και δεν είναι εντολή αλλά πρόταση, λες και γίνεται με φόβο πως υπάρχει και η εναλλακτική του «όχι». Ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του, στον παραμορφωμένο κόσμο του ανελκυστήρα, ο Έρικ αναρωτιέται αν θα είναι και το φιλί του έτσι, σαν ερώτηση. Δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει πέρα από το να μαθαίνει τους θορύβους και να αναρωτιέται για φιλιά και για αγγίγματα. Αναρωτιέται αν έχει δίκιο η καμαριέρα για το χαρακτηρισμό της: θηλυπρεπής. Αναρωτιέται αν τα βλέμματα έχουν κάποια σημασία, η μικρή, σχεδόν άβολη κουβέντα τους, κάθε πρωί όταν κατεβάζει τον κύριο Κάρεϋ στη Σάλα και κάθε βράδυ όταν τον ανεβάζει στο δωμάτιο του. Δεν φοράει δαχτυλίδι, δεν φέρνει ποτέ κόσμο μαζί του, πάντα μόνος, με το χαρτοφύλακα, την ομπρέλα και τα σκούρα, πανέμορφα του μάτια.

Σκέφτεται να τον φιλάει όταν ο κύριος Κάρεϋ τον ρωτάει για τη δουλειά του και το ξενοδοχείο και την πόλη. «Να έχεις ένα καλό βράδυ, Έρικ», του λέει κάθε μέρα όταν βγαίνει από τον ανελκυστήρα και ο Έρικ σκέφτεται να τον ακολουθεί στο δωμάτιο του, να τον σπρώχνει στην πόρτα. Ή να τον τραβάει μέσα στον ανελκυστήρα, να τον κρατάει κοντά. Αναρωτιέται τι δουλειά κάνει. Και το ρωτάει. Αναρωτιέται από που είναι. Και το ρωτάει. Αναρωτιέται πόσο θα μείνει. Και το ρωτάει. «Ω, δεν είσαι έτοιμος να αποχωριστείς τον καλύτερο πελάτη σου;» ρωτάει ο κύριος Κάρεϋ με ένα χαμόγελο.

«Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος ένοικος του ξενοδοχείου με τόσο ενδιαφέρον για τους ανελκυστήρες, βεβαίως», απαντάει ο Έρικ, τονίζοντας την προ-τελευταία λέξη.

Αναρωτιέται πόσο μπορεί να πιέσει, πόσο μπορεί να σπρώξει, λίγο, ακόμη, για να δει πόσο ο κύριος Κάρεϋ θα το επιτρέψει. Δεν είναι σίγουρος ακόμη αν χορεύουν γύρω από κάτι ή αν παρανοεί το παιχνίδι τους. Μπορεί να είναι μονάχα ευγενική κουβέντα, ή μπορεί και όχι. Και αυτή η δεύτερη εναλλακτική τον σκοτώνει.

Παρακολουθούν ο ένας τον άλλον. Τα βλέμματα δεν μπορεί να τα φανταστεί: πάνω-κάτω, συνέχεια. Όταν είναι και άλλοι ένοικοι μαζί τους, ο Έρικ νιώθει πως δεν μπορεί να αναπνεύσει, κρατάει τα χείλη του πιεσμένα, τα μάτια του στο πάνελ πάνω από την πόρτα, τικ-τικ-τικ. Φτάνουν στη Σάλα και οι δυο κυρίες βγαίνουν πρώτες, μιλώντας χαμηλόφωνα, ο κύριος Κάρεϋ μένει πίσω, ακουμπάει το χέρι του στο κούφωμα του ανελκυστήρα και γυρνάει, ελάχιστα, το κεφάλι του. Μοιάζει αλλόκοτος στο περίεργο φως του δωματίου, εξωπραγματικός. Τα βλέμματα τους συναντιούνται για μια στιγμή και ο Έρικ αναπνέει. Αναπνέει και κοιτάει. Κοιτάει και αναπνέει. Ο κύριος Κάρεϋ χαμογελάει ελάχιστα, μοιάζει λίγο με θηρευτή, με κάτι επικίνδυνο. Κάτι που μπορεί να καταστρέψει τη ζωή του Έρικ. Και εκείνος τον αφήνει. Κοιτάει και αναπνέει.

Μετά από αυτό αναρωτιέται πότε θα συμβεί. Είναι θέμα χρόνου πλέον, οι κατάλληλες συνθήκες. Περνάει τη μέρα με τα μάτια κολλημένα στο πάνελ: περιμένοντας τον σωστό όροφο. Περιμένοντας το σωστό κάλεσμα. Την ερώτηση. Ξέρει πως η καρδιά του τρέμει, σπασμωδικά μέσα του, επίμονα. Το πρωί, καθώς ερχόταν στη δουλειά, έβρεχε και οι σταγόνες έπεφταν στην ομπρέλα του μαλακά, ο ουρανός έμοιαζε έτοιμος να κλείσει γύρω του και να τον πνίξει. Έβρεχε και νερό έσταζε γύρω του, τα παπούτσια του ήταν βουτηγμένα στη λάσπη. Θα μπορούσε να τρέξει μέχρι το ξενοδοχείο αλλά έμενε ακίνητος, μπροστά στην είσοδο του Grand Victoria και σκεφτόταν πως ήρθε η ώρα, αν ο κύριος Κάρεϋ ήθελε να τον προσεγγίσει θα το έκανε τώρα. Αυτή τη μέρα. Τώρα.

Τώρα ακούγεται το κάλεσμα. Μαλακό, σαν ερώτηση και ο Έρικ πατάει το μοχλό. Σπρώχνει την ξανθή τούφα του πίσω, κάτω από το καπέλο και με την αναστροφή της παλάμης σκουπίζει τον ιδρώτα. Κάνει πολύ ζέστη μέσα στον ανελκυστήρα και όταν οι πόρτες ανοίγουν, ο κύριος Κάρεϋ φέρνει περισσότερη θέρμη μέσα. Διασχίζει το χώρο με δυο μεγάλα βήματα, θηρευτικά, ένα-δυο. Τικ η πόρτα κλείνει πίσω του και εκείνος πλησιάζει κοντά, κλείνει τις παλάμες του γύρω από το πρόσωπο του Έρικ. Δεν είναι σαν ερώτηση επειδή ο Έρικ δεν τον αφήνει να την εκφράσει, κρατάει το ένα χέρι στο μοχλό και το άλλο το σφίγγει γύρω από τη βάση του λαιμού του. Επιτέλους, σκέφτεται και τον φιλάει.

Τους σταματάει ο ήχος από την κλήση του ανελκυστήρα και ο κύριος Κάρεϋ κάνει ένα βήμα πίσω, καθαρίζει το λαιμό του. Μοιάζει συγκρατημένος όπως συνήθως καθώς αποσύρεται στην άλλη άκρη του χώρου και περνάει ένα χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Ένα ακόμη άτομο μπαίνει, μια κοπέλα και κατεβαίνουν μέχρι τη Σάλα. Τικ-τικ-τικ. Ο Έρικ δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του, η καρδιά του δεν σταματάει να χτυπάει. «Το βράδυ», ψιθυρίζει ο κύριος Κάρεϋ, όταν μένουν ξανά μόνοι. «Εντάξει;»

Ο Έρικ νεύει.

Στους τόσους μήνες που δουλεύει στο Grand Victoria δεν έχει δει τα δωμάτια από μέσα. Μέχρι που ο κύριος Κάρεϋ κλειδώνει την πόρτα πίσω τους και τον τραβάει προς το κρεβάτι. «Λέσλι», του λέει. «Λέγε με Λέσλι». Και ο Έρικ σκέφτεται πως αξίζει, πραγματικά αξίζει.

Ομολογουμένως τα πράγματα αλλάζουν μετά από αυτό. Πλέον αναρωτιέται ένα πράγμα, κάθε μέρα, όλη μέρα, ο κόσμος μπαίνει στον ανελκυστήρα του, ο κόσμος βγαίνει από αυτόν και ο Έρικ σκέφτεται μονάχα τον Λέσλι και πότε αυτός θα φύγει. Οι λίγες μέρες έχουν γίνει μια βδομάδα και σύντομα η μια βδομάδα θα μεταμορφωθεί σε δύο. Πόσο καιρό; Πόσο καιρό έχει ακόμη; Η μηχανή βουίζει και οι κοπέλες που μετέφερε στο δωμάτιο τους του χαμογελούν. Ο Έρικ ανταποδίδει την κίνηση και σκουπίζει το μέτωπο του. Κάνει πολύ ζέστη εκεί μέσα.

Τα βλέμματα συνεχίζουν. Το πρωί, όταν τον κατεβάζει στη Σάλα, το βράδυ όταν τον ανεβάζει στο δωμάτιο του. Και γίνονται κάτι άλλο, αν είναι μόνοι, διακριτικά φιλιά, κολλημένοι στον τοίχο, περιμένοντας πότε το κάλεσμα κάποιου τρίτου θα τους υποχρεώσει να χωρίσουν. Μετά, το βράδυ, ύπουλα σχεδόν χώνεται στο δωμάτιο του και αφήνει τον ήλιο να αντικαταστήσει το φεγγάρι στον ουρανό, χωμένος σε μια αγκαλιά που κατά κάποιο τρόπο μοιάζει δανεική. Από τη μια ανησυχεί, πότε θα πρέπει να το λήξουν, από την άλλη δεν φοβάται. Είναι όμορφα, περνάει όμορφα. Και αυτό είναι που μετράει, όχι όποια συναισθήματα αρχίζουν να γεννιούνται μέσα του τώρα που μπορεί να έχει τον Λέσλι ανάμεσα τα δάχτυλα του.

Τον παρακολουθεί να κοιμάται και σκέφτεται, πόσο τυχερός είναι να ζήσει ακόμη και αυτό το λίγο που έχουν.

Το ρολόι χτυπάει ρυθμικά πάνω από τα κεφάλια τους, στο μικρό ξύλινο γραφείο του διευθυντή του. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά και το πρωινό φως μπαίνει σκουρόχρωμο μέσα από το τζάμι, διαφορετικό από τις αχτίδες που στόλιζαν τα μαλλιά του Λέσλι το πρωί, όταν ξύπνησαν. Για κάποιο λόγο ο Έρικ νιώθει ήρεμος, η καρδιά του δεν χτυπάει, το κούτελο του δεν ιδρώνει, μονάχα η στολή του νιώθει λίγο σφιχτή στο λαιμό αλλά υποθέτει πως αυτό δεν θα είναι πρόβλημα για πολύ.

«Κοιτάξτε, κύριε Μίτινγκτον», λέει ο διευθυντής. Έχει ένα στρογγυλό, παράταιρο πρόσωπο που στον Έρικ φαντάζει αστείο. «Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε σκάνδαλο, καταλαβαίνετε», λέει, σκουπίζοντας το πρόσωπο του με ένα μαντίλι. Δεν θα άντεχε καθόλου όλη μέρα στον ανελκυστήρα, σκέφτεται ο Έρικ, αν ενοχλείται με τόση λίγη ζέστη. «Θα έπρεπε να γνωρίζετε πως αυτή η… η συμπεριφορά…»

«Καταλαβαίνω», τον διακόπτει ο Έρικ και σηκώνεται. Αναρωτιέται ποιος τους είδε. Μάλλον η Τζιν, δεν έπρεπε να την είχε ρωτήσει τότε για τον Λέσλι Κάρεϋ, την είχε πονηρέψει. Δεν θα δίστασε ούτε στιγμή πριν πάει να ενημερώσει τον διευθυντή. Έτσι είναι, σκέφτεται ο Έρικ, ό,τι άνθρωπος ήταν πριν ξεχάστηκε τώρα είναι ο ναι, ξέρεις, είναι… είναι τέτοιος, για αυτό τον έδιωξαν, είχε μια… σχέση… με έναν από τους ενοίκους.

Νιώθει παραδόξως ήρεμος όταν αφήνει πίσω του το γραφείο του διευθυντή. Στα αριστερά του ο ανελκυστήρας είναι σταματημένος στη Σάλα. Σταματάει για μια στιγμή, με έναν κόμπο στο λαιμό, το χαρτί της απόλυσης του στα χέρια. Σκέφτεται αν θα πρέπει να ενημερώσει τον Λέσλι ή αν θα το καταλάβει από μόνος του: όταν θα μπει στον ανελκυστήρα και δεν θα τον βρει εκεί, στη συνηθισμένη του θέση, με το χέρι στο μοχλό.

«Έρικ;»

Γυρνάει. Μπροστά του, με το κουστούμι του, το χαμόγελο του και τα σκούρα του μάτια στέκεται ο Λέσλι. Ο κύριος Κάρεϋ. Άξιζε άραγε; Να χάσει τη δουλειά του για το δικαίωμα να τον φωνάζει με το μικρό του όνομα; Για να κοιμηθεί μια χούφτα φορές στην αγκαλιά του;

«Τι συνέβη;» τον ρωτάει.

Ο Έρικ ανασηκώνει τους ώμους. Κοιτάει μια φορά τον ανελκυστήρα. Μια φορά το χαρτί στην χούφτα του.

«Ω», κάνει ο Λέσλι. Σηκώνει το χέρι, να το ακουμπήσει στον ώμο του και ύστερα το μαζεύει. Διστακτικά κινείται, φαίνεται να σκέφτεται.

«Ήξερα τον κίνδυνο», του λέει, τσακίζοντας το χαρτί του. «Δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Δεν με μάγεψες με την ακατανίκητη γοητεία σου, έκανα τις επιλογές μου».

«Νομίζω πρέπει να μου επιτρέψεις ένα μερίδιο ευθύνης», απαντάει ο Λέσλι. «Ειδικά αν μου δώσει την ευκαιρία να σου κάνω μια πρόταση».

«Μια πρόταση;» Τον κοιτάει καλά-καλά και σκέφτεται. Την πρώτη φορά που τον είδε: με τη βρεγμένη του ομπρέλα, το μαύρο του κουστούμι και το γιλέκο.

«Εργασίας».

«Εργασίας», επαναλαμβάνει ο Έρικ και παρακολουθεί το χαμόγελο να γεννιέται στο πρόσωπο του άλλου άντρα.

«Ο κλάδος της παραγωγής υφασμάτων δεν έχει μεγάλη ανάγκη από χειριστές ανελκυστήρων», παραδέχεται ο Λέσλι. «Αλλά κάτι μπορούμε να κάνουμε».

Και ο Έρικ νιώθει κάτι να μαζεύεται μέσα του, εύφλεκτο, προετοιμάζεται να σκάσει. «Κάτι μπορούμε να κάνουμε», επαναλαμβάνει και επιτρέπει στον Λέσλι να τον καθοδηγήσει προς τα έξω, μακριά από το Grand Victoria και από τους τέσσερις τοίχους της μέχρι τότε ζωής του.

ΤΕΛΟΣ