Το κορμί της είχε μουδιάσει. Σε λίγα λεπτά θα συναντούσε το Βασίλη. Απ’ το μυαλό της περνούσαν πόσες σκέψεις.
Κι αν δεν ήταν όπως την περίμενε;
Κι αν απογοητευόταν;
Κι αν δεν ήταν εκείνος όπως τον περίμενε αυτή;
Αν οι φωτογραφίες δεν ήταν δικές του;
Αν της κάνει κακό;
Γιατί ήταν τόσο απερίσκεπτη στην ηλικία της;
Γιατί σκεφτόταν τόσο αρνητικά;
Η κόρνα ενός λεωφορείου της γραμμής την έκανε να πισωπατήσει. Μπήκε πιο μέσα στο πεζοδρόμιο, τύλιξε πιο σφιχτά το κασκόλ της γύρω απ’ το λαιμό και σουλούπωσε λίγο τα μαλλιά της στα τυφλά. Φορούσε ένα λευκό παλτό και ένα μωβ σκούφο, με την ελπίδα ότι δεν θα υπήρχε άλλη εκεί γύρω με αυτό το συνδυασμό. Ακόμα κι αν δεν τον αναγνώριζε εκείνη, εκείνος θα ήξερε ποια να πλησιάσει.
“Δε μπορεί,” σκέφτηκε “ολόκληρη γυναίκα είμαι. Ό,τι και να μου βρεθεί ξέρω να το αντιμετωπίσω.”
Κόρδωσε λίγο το κορμί της, να βγάλει κάθε ίχνος μιζέριας από πάνω της και κοίταξε απέναντι. Στην άλλη άκρη του δρόμου,στην πλατεία κάτω από τη Βουλή, ζευγαράκια, μεγάλες παρέες, οικογένειες με τα πιτσιρίκια…Τα δέντρα, φορτωμένα με ένα σκασμό μικρά φωτάκια, την τύφλωσαν για μια στιγμή. Κοίταξε ξανά το ρολόι της. Ήταν ακόμη εννιά παρά δέκα. Η ώρα δεν έλεγε να περάσει. Είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, μην τυχόν και πέσει σε κίνηση, αλλά οι δρόμοι ήταν άδειοι. Το ταξί έκανε μόλις είκοσι λεπτά να τη φέρει από τον Πειραιά.
Δίπλα της πέρασε ένα νεαρό ζευγάρι, από αυτά που δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τον έρωτά τους, αδιαφορώντας για το που βρίσκονται και ποιοι τους βλέπουν. Χαμογέλασε. Πόσο καιρό είχε να το νιώσει αυτό; Και πόσο γρήγορα της φάνηκε ότι το έχασε…
Αν και χωρισμένη από χρόνια, και έχοντας στις βαλίτσες της μετρημένες περιπέτειες,δεν είχε καταφέρει να νιώσει ποτέ πριν αυτό που ένιωθε με το Βασίλη. Κι ας μην τον είχε δει ποτέ. Ας μην είχε ακούσει ποτέ τη φωνή του. Ας μην ήταν σίγουρη καν ότι της είχε δείξει το πραγματικό του πρόσωπο.
Τόσα χρόνια χαμένα… Έτσι τα ένιωθε αυτή, κι ας προσπαθούσαν διάφοροι να την πείσουν για το αντίθετο. Κάποτε νόμιζε ότι είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της. Και οι γονείς της -δηλαδή, η μάνα της- αντί να της πουν “Kάτσε, παιδί μου. Περίμενε λιγάκι να τον γνωρίσεις καλύτερα,” της κανόνισαν το γάμο μέσα σε οχτώ μήνες. Μην και τους μείνει στο ράφι, είκοσι δύο χρονών κοριτσάκι.
Πόσα χρόνια τον είχε δίπλα της και αυτός να κοιτάει αλλού. Τις φίλες της, τις συναδέλφους του… να τον αφήνει να καταπατά κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη μιλάει. Να μη λέει κουβέντα. Άμα ήταν μόνη της, άμα δεν είχε κάνει τη χαζομάρα θα τον άφηνε. Αλλά ήταν το παιδί στη μέση. Το αντράκι της. Να χωρίσει με μωρό παιδί στην αγκαλιά; Πως θα τα έφερνε βόλτα; Για το παιδί έμεινε. Το είχε πει τόσες φορές που το είχε πιστέψει και η ίδια.
Κάποια στιγμή, χρόνια μετά τον φοβέρισε πως θα έπαιρνε το παιδί και έφευγε. Και να που εκείνος την έριξε πάλι. Της υποσχέθηκε πως θα κάνει ό,τι του ζητήσει,αρκεί να μη χαλάσει το σπίτι τους. Κι εκείνη τον πίστεψε. Καλό χαϊβάνι. Αθήνα του είπε, Αθήνα την πήγε.
Μετά το κατάλαβε. Μακριά από την οικογένειά της, από τις φίλες της, χωρίς δουλειά τα πρώτα χρόνια… Τουλάχιστον ήταν κι εκείνος στην ίδια κατάσταση. Δεν ήξερε κανέναν και είχε το κεφάλι της ήσυχο. Αλλά πόσο κράτησε κι αυτό; Ύστερα από λίγο να σου πάλι τα ίδια.
Να λείπει όλη μέρα από το σπίτι.
Να βγαίνει τα βράδια με τους φίλους του.
Να έχει κλειστό το κινητό.
Να τρώει έξω από το σπίτι.
Και το σεξ; Το είχε ξεχάσει εκείνος, το είχε ξεχάσει και εκείνη.
Μέχρι που βρέθηκε στη μέση. Αυτός να τη λέει “τρελή”και οι γιατροί με τον ντετέκτιβ που είχε βάλει -όσο κι αν ντρεπόταν-, να λένε το αντίθετο. Να της δίνουν αβάντα να βγάλει το διαζύγιο υπέρ της.
Και υπέμεινε και όσα ήρθανε μετά. Και τον πρώην άντρα της με τις απαιτήσεις του για την ανατροφή του παιδιού,τις παραξενιές του γιου της, που είχε μπει στην εφηβεία, τη γκρίνια της μάνας της και τα λοξά βλέμματα του πατέρα της,που ένα σπίτι δεν ήταν άξια να κρατήσει…και να τρέχει να τους έχει όλους ευχαριστημένους και τι κατάλαβε; Ένας άντρας δίπλα της όλα αυτά τα χρόνια δε βρέθηκε. Γιατί βέβαια θα ήταν ντροπή να βάλει άλλον στο σπίτι της όσο ο γιος της έμενε μαζί της. Και άλλωστε, που να τον βρει; Ούτε στην πρώτη νιότη ήταν, ούτε είχε το χρόνο και το κουράγιο να τα ζήσει όλα από την αρχή. Είχε μόνο το γιο της.
Να όμως που κι εκείνος μεγάλωσε και ήρθε η ώρα που άνοιξε τα φτερά του και έφυγε από το σπίτι. Κι εκείνη; Εκείνη έρημη και μόνη μέσα σε ένα ολόκληρο σπίτι. Δουλειά -σπίτι, σπίτι – δουλειά. Κι άντε να βγει και δυο φορές το μήνα με τις φίλες της.
Κοίταξε το ρολόι της. Εννιά παρά πέντε. Το στόμα της είχε μια γεύση από πίκρα. Κατευθύνθηκε προς την αρχή του πεζόδρομου και σταμάτησε στο περίπτερο.
“Ένα Marlboro σκληρό και αυτές τις τσίχλες.”
“5,80.”
Δεν είχε ποτέ της ιδιαίτερη σχέση με την τεχνολογία. Πρώτη φορά πήρε υπολογιστή στο σπίτι της όταν της το ζήτησε ο γιος της. Οι φίλες της έλεγαν ότι θα μπορούσε να γνωρίσει κάποιον απ’ το ίντερνετ,αφού δεν προλάβαινε να βγει έξω και εκείνες δεν είχαν να της γνωρίσουν κάποιον. Ούτε λόγος. Έλεγε πως αυτά είναι για μικρά κοριτσάκια και για γυναίκες που ψάχνονται για σχέσεις της μιας βραδιάς. Αυτή δεν ήτανε για τέτοια. Αυτή ήθελε άλλα πράγματα. Έναν άνθρωπο που να την καταλαβαίνει, που να μπορεί να του μιλάει, να πάει ένα ταξίδι μαζί του. Ένα σύντροφο.
Κάπου εκεί έκανε μία σχέση. Τον είχε γνωρίσει στη δουλειά της. Αυτός ήταν τραυματιοφορέας. Έβγαιναν για ένα διάστημα, αλλά αυτός ήθελε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να του προσφέρει. Ο γιος της ακόμα πήγαινε στο λύκειο και εκείνος ήθελε να μείνουν μαζί, και γιατί όχι να παντρευτούν. Μα ήταν δυνατόν;
Τίποτα άλλο δεν την ενοχλούσε σε εκείνον. Ίσα ίσα που καταλάβαινε δυο πράγματα κι ας μην είχε δικό του παιδί. Δεν της γκρίνιαξε ούτε μια φορά όταν έπρεπε να μείνει στο σπίτι γιατί ο γιος της είχε πυρετό ή γιατί έγραφε διαγώνισμα την επόμενη μέρα κι εκείνη έπρεπε να μείνει να τον βοηθήσει. Και είχανε πάει και τις εκδρομές τους, όσο μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά. Να, όμως, που αυτά δεν ήταν αρκετά.
Ήταν γερά καρφωμένο στο μυαλό της ότι μια σχέση θέλει έρωτα. Έστω να ξεκινήσει έτσι, κι ύστερα, όταν χαθεί, να έχεις κάτι να θυμάσαι. Έλα, όμως, που οι έρωτες είναι για τα παιδιά. Οι μεγάλοι έχουν υποχρεώσεις και ανησυχίες και μια δουλειά να τους τρώει όλη τη μέρα. Το είχε πάρει απόφαση, λοιπόν, ότι ο έρωτας της είχε χτυπήσει την πόρτα στα είκοσι ένα, όταν γνώρισε τον πρώην άντρα της, και από ‘δω και πέρα θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη με ένα σύντροφο που θα κάλυπτε κάποιες από τις ανάγκες της. Αν ήταν τυχερή. Ειδάλλως δε θα ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία που θα έμενε μόνη της.
Ένας σκουρόχρωμος πλανόδιος της έκοψε το δρόμο. Έτρεχε με όλη την πραμάτεια του τυλιγμένη σε ένα σεντόνι. Στο κατόπι του τρεις αστυνομικοί. Κούνησε το κεφάλι. Τι τους έφταιγε κι αυτός ο δόλιος; Λες και αν είχε άλλη επιλογή θα καθόταν με τέτοιο κρύο στο δρόμο παρακαλώντας τους περαστικούς να δώσουν λίγη σημασία στα πλαστικά γυαλιά και σε ιμιτασιόν θήκες για το κινητό.
Λίγο αφότου το είχε διαλύσει με εκείνον τον τραυματιοφορέα και το είχε πάρει απόφαση ότι θα πέρναγε μόνη το υπόλοιπο της ζωής της, ήταν που της ήρθε ένα αίτημα φιλίας στο facebook από κάποιον άγνωστο. Είχαν τρεις κοινούς φίλους, που δε θυμόταν καν από που τους ήξερε. Ο γιος της τής είχε φτιάξει το λογαριασμό, λίγο πριν φύγει για την Ιταλία, για τις σπουδές του, για να μπορούν να μιλάνε χωρίς να πληρώνουν μια περιουσία. Δεν είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, αφού ήθελε το γιο της κοντά της, αλλά σιγά σιγά, αφού βρήκε τις φίλες της και παλιούς συμμαθητές, είχε αρχίσει να το διασκεδάζει περισσότερο. Να βλέπει τις φωτογραφίες που ανέβαζαν όλοι αυτοί και να χαίρεται για ορισμένους, να ζηλεύει κάποιους άλλους. Έτσι, λοιπόν, δέχτηκε για φίλο της κι αυτόν τον άγνωστο.
Δεν άρχισαν αμέσως να μιλάνε. Στην αρχή ένα “like” ο ένας στις δημοσιεύσεις του άλλου, μιας και τα γούστα τους ήταν παρόμοια. Τραγούδια απ’ το youtube, έδειχναν ενδιαφέρον για τις ίδιες εκδηλώσεις -κι ας μην κατάφερνε κανένας απ’ τους δυο να πάει τελικά, αποφθέγματα διαφόρων ανδρών… Σιγά σιγά τα “like” έγιναν σχόλια και αυτά με τη σειρά τους μετακινήθηκαν στα προσωπικά μηνύματα. Πάντα με ευγένεια και πάντα με χιούμορ. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή της που μπορούσε να την κάνει να γελάει δυνατά μπροστά από μία οθόνη και ο μόνος που την έκανε να διστάζει, να σκέφτεται ξανά και ξανά μια έξυπνη απάντηση. Σιγά σιγά άρχισαν να ρωτάνε πράγματα ο ένας για τον άλλον. Τι δουλειά κάνει, αν έχει διαβάσει το τάδε βιβλίο και αν έχει δει εκείνη την ταινία… Ήταν κι αυτός χωρισμένος και είχε μια κόρη εφτά χρονών.
Έτσι πέρασαν τέσσερις μήνες. Τέσσερις μήνες που μιλούσαν. Τίποτα άλλο. Απλά έλεγαν ο ένας στον άλλον τις δυσκολίες με τα παιδιά τους, τις ανησυχίες τους για το μέλλον, τα προβλήματα στη δουλειά. Τα καθημερινά πράγματα. Αυτά που είχαν σημασία. Εκείνος ήταν δάσκαλος. Τι θα μπορούσε να ξέρει εκείνη; Κι όμως. Και μόνο το ότι της μιλούσε τον ηρεμούσε. Το ήξερε, γιατί και γι’ αυτήν το ίδιο ίσχυε. Τότε πια κανόνιζαν διαδικτυακά ραντεβού.
“Την Τετάρτη στις 7μ.μ.”
“Το Σάββατο στη 1μ.μ.”
“Τη Δευτέρα;”
“Τη Δευτέρα έχω εφημερία. Την Τρίτη;”
“Τι ώρα θα μπορείς;”
Έφτιαχνε έναν καφέ ή ένα τσάι, καθόταν στον υπολογιστή, στο γραφείο που είχε στήσει ο γιος της στο χολ του σπιτιού, έβαζε κοντά της ό,τι μπορεί να χρειαζόταν ή θα ήθελε για τις επόμενες δύο ή τρεις ώρες και περίμενε για το πράσινο φωτάκι να ανάψει δίπλα στο όνομά του.
“Ο χρήστης Βασίλης Σωτ. είναι συνδεδεμένος”
Μόνο εκείνη ήξερε το σφίξιμο στα σωθικά που αυτή η φράση της προκαλούσε. Ανυπομονούσε να τον γνωρίσει. Άλλωστε κι αυτός στην Αθήνα έμενε. Όμως, κάθε φορά που σκεφτόταν να πληκτρολογήσει την ερώτηση κάτι σταματούσε τα δάχτυλά της πριν αγγίξουν τα πλήκτρα. Ήταν κοντά στα πενήντα. Κι αυτός; Αυτός ήταν δέκα χρόνια μικρότερος.
Δέκα χρόνια…
Όταν αυτή έκανε βόλτα απ’ τον Πύργο στους Ωρεούς, εκείνος πήγαινε στο νηπιαγωγείο.
Όταν αυτή πήγαινε μονοήμερες με παρέες εκείνος μάθαινε το άλφα-βήτα.
Όταν αυτή έκανε το γιο της εκείνος ακόμα τέλειωνε το δημοτικό.
Τη μέρα εκείνη έκανε πάνω από δέκα λεπτά να το συνειδητοποιήσει και να του απαντήσει. Να τον συναντήσει; Δεν τολμούσε πια ούτε να το σκεφτεί. Οι εφημερίες της τάχα αυξήθηκαν. Δεν μπορούσε να είναι “παρούσα” στα ραντεβού τους. Εκείνος συνέχισε. Επέμενε να της στέλνει τραγούδια που πίστευε ότι θα της άρεσαν, να της λέει τα νέα του, πώς πέρασε η κάθε μέρα και ποια γελοία δικαιολογία βρήκε κάποιος μαθητής του για το ότι ήταν αδιάβαστος και πόσο θύμωσε μαζί του. Συνέχισε. Κι ας ήξερε ότι δεν θα του απαντήσει. Όχι αμέσως. Όχι με τον ίδιο τρόπο.
“Συμβαίνει κάτι;” την είχε ρωτήσει.
Πως να του απαντούσε; Αν και η ασφάλεια που της προσέφερε το κουτί που είχε μπροστά της τη βοηθούσε να είναι ειλικρινής σε κάποιον άγνωστο, τα δάχτυλά της αρνούνταν επίμονα να σχηματίσουν τις επίμαχες λέξεις. Φοβόταν το χλευασμό. Εκείνη είχε μεγαλώσει αλλιώς και εκείνος θα προσπαθούσε να την πείσει ότι ο κόσμος δε νοιάζεται. Κανένας δε νοιάζεται. Σκεφτόταν την απάντηση που θα έπρεπε να του δώσει για μέρες. Τελικά, ήταν όσο πιο ειλικρινής γινόταν. Εκείνος δεν είχε σκεφτεί καν να σταματήσει να της στέλνει και να περιμένει τα μηνύματά της.
“Να συναντηθούμε” της είπε μερικές βδομάδες αργότερα. Όταν η επικοινωνία τους είχε αποκατασταθεί πλέον.
Το ανέβαλε μία φορά γιατί είχε έρθει ο γιος της. Κι άλλη μία γιατί ήταν με πυρετό. Την τρίτη φορά είχε εφημερίες όλη τη βδομάδα. Την τέταρτη έπρεπε να πάει στη μάνα της… Την τελευταία φορά που της το ζήτησε είχε ξεμείνει από δικαιολογίες. Η Μάρθα απ’ το γραφείο κίνησης την ταρακούνησε λίγο. Τόσα χρόνια στην Αθήνα έπρεπε να το έχει καταλάβει. Κανένας δε δίνει λογαριασμό,ούτε κοιτάει τι κάνει ο διπλανός του. Κάποιες φορές -τις περισσότερες- αυτό ήταν καλό. Μετά από αυτό δεν του ήταν δύσκολο να την καταφέρει. Ένα καφέ θα πήγαιναν να πιουν. Τι κι αν τους έβλεπαν μαζί; Ήταν δύο ενήλικες, που είχαν έρθει πιο κοντά από ότι εκείνη με τον πρώην άντρα της -κι έμεναν δώδεκα χρόνια στο ίδιο σπίτι-.
Πέταξε το τσιγάρο και φύσηξε στις χούφτες της να τις ζεστάνει. Είχε απομείνει να κοιτάζει όλα τα φώτα, τα στολίδια και τους περαστικούς που μπορούσε να αντέξει ο πεζόδρομος μπροστά της. Σαν να μην υπήρχε άλλος λόγος για να βρίσκεται σε εκείνο το σημείο εκείνη τη στιγμή,παρά για να θαυμάσει την τελετουργία των λαμπτήρων και το ζήλο των υπαλλήλων του δήμου.
Ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο την έκανε να τιναχτεί. Της πήρε δύο στιγμές να αφουγκραστεί τις σκέψεις της. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος στον οποίο είχε επιτρέψει να μπει στον κόσμο της. Αυτός που την είχε προσκαλέσει στη δική του καθημερινότητα. Που είχε ακούσει τη φωνή του μόνο στη φαντασία της και που η σκέψη να τον συναντήσει τη μούδιαζε. Και να τώρα που η φιγούρα που είχε δει σε κουνημένες και θολές φωτογραφίες βρισκόταν μπροστά της. Με σάρκα και οστά. Να της χαμογελά.
“Βασίλης.”
Του χαμογέλασε και πρότεινε το χέρι. “Ανθή.”