Το αποκριάτικο πάρτι του τρόμου – Ηλιάδα Γκανά

      O ροζ φάκελος έφτασε με το ταχυδρομείο, την Παρασκευή. Τον βρήκε το ίδιο απόγευμα καθώς γύρισε από την εργασία της. Χωρίς κάποια ένδειξη του αποστολέα, παρά μόνο τ’ όνομά της με καλλιτεχνικά γράμματα στην άκρη του φακέλου της έξαψε την περιέργεια. Μάζεψε τους υπόλοιπους λογαριασμούς, οι περισσότεροι φάκελοι αφορούσαν λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν, ξεφύσηξε με δυσαρέσκεια και κίνησε προς το διαμέρισμα της. Ο ροζ φάκελος της έκλεινε το ‘μάτι’ αλλά αντιστάθηκε στην παρόρμηση να σκίσει άτσαλα τον πολυτελέστατο ομολογουμένως φάκελο. Ακούμπησε τα πράγματά της στην πολυθρόνα κατά την είσοδο στο διαμέρισμα της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο της. Ο μεταλλικός χαρτοκόπτης έσκισε με ακρίβεια το αυτί του ερμητικά κλειστού φακέλου. Το περιεχόμενο της φάνηκε υπέροχο, καθώς μια πρόσκληση ξεπρόβαλε από μέσα. Η πρόσκληση ήταν τυπωμένη σε ακριβό χαρτί, ροζ χρώματος, ενώ μια βενετζιάνικη μάσκα, στο ίδιο χρώμα, κάλυπτε την επιφάνεια της. Πάνω της με μωβ γράμματα διάβασε:

     «Την Κυριακή 26/2 και ώρα 20.00μμ σας περιμένουμε στο αποκριάτικο πάρτυ του τρόμου στην Βίλα Casanova Grand. Η συμμετοχή σας προϋποθέτει μεταμφίεση.

Η προσέλευση σας θα μας χαροποιήσει ιδιαίτερα.

Ο Βασανιστής»

Ακολουθούσε η διεύθυνση της βίλας και ένα κινητό τηλέφωνο με την ένδειξη «μόνο για την Κυριακή και σε περίπτωση που χαθείτε».

     Χασκογελούσε η Μαρί καθώς κατευθυνόταν προς το μπάνιο. Ήταν γνωστά τ’ αποκριάτικα πάρτυ της εταιρείας που εργαζόταν τα δυο τελευταία χρόνια. Στο προηγούμενο δεν είχε συμμετάσχει καθώς είχε ελάχιστο χρόνο που είχε προσληφθεί και για δύο ολόκληρες εβδομάδες άκουγε τα σχόλια των συναδέρφων της. Όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ένα τέλειο πάρτυ.

‘Φέτος δε το χάνω με τίποτα’ σκέφτηκε καθώς έμπαινε κάτω από το καυτό νερό, σε μια προσπάθεια ν’ αποβάλλει την ένταση της εργασίας. Η θέση της ιδιαιτέρας του γενικού διευθυντή ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, την ανάγκαζε να εργάζεται πέραν του οκταώρου της, πολλές φορές παρέμενε με τον διευθυντή της τελευταία στην εταιρεία. Είχε προσέξει πολλές φορές το βλέμμα που της έριχνε σαν συνειδητοποιούσε ότι ήταν μόνοι τους αλλά η Μαρί διακριτικά αποχωρούσε και έβρισκε ασφάλεια πίσω από το γραφείο της. Μπορεί κάποιες φορές να ένιωθε κολακευμένη από το διακριτικό φλερτ του εργοδότη της αλλά η θύμιση της στρυφνής αρραβωνιαστικιάς του, έβαζε φρένο σην ονειροπόληση.

     Μέσα στο χνουδωτό λευκό μπουρνούζι της ένιωθε ήδη πιο ήρεμη. Άναψε τα κεράκια με άρωμα λεβάντα, έβαλε ένα ποτήρι Βeaujolais και αποφάσισε να καλέσει την φίλη και συνάδερφο που τον τελευταίο καιρό είχε έρθει στην ζωή της. Στο δεύτερο χτύπημα η φωνή της Τζώρτζια γέμισε την γραμμή.

-«Σου ήρθε και σένα; Θα πάμε; Θα πάμε! Να δεις θα περάσουμε σούπερ!» πρόλαβε με μια ανάσα να ρωτήσει την Μαρί. Έτσι ήταν η Τζώρτζια. Χειμαρρώδης! Ανυπόμονη και παρορμητική. Οι ερωτήσεις της ρητορικές καθώς τις περισσότερες φορές μόνη της ρωτούσε και μόνη της απαντούσε. Όπως έκανε και τώρα! Κατάφερε να σχολιάσει ελάχιστα την πρόσκληση η Μαρί και στο τέλος φανερά αποκαμωμένη συμφώνησε την επομένη να πάνε μαζί στο μεσημεριανό διάλειμμα να δούνε για στολή μεταμφίεσης.

     Η στολή που διάλεξε η Μαρί ήταν ένα μωβ φόρεμα εποχής, χειροποίητο, εμπνευσμένο κατά πολύ από την Commedia dell’ arte, του 16ου αιώνα και συνοδευόταν από μια μάσκα πορσελάνης στο ίδιο χρώμα που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γκριζοπράσινα μάτια της. Τα μακριά μαλλιά της θα κρύβονταν κάτω από ένα εντυπωσιακό ομολογουμένως τεράστιο καπέλο με φανταχτερά φτερά και ημιπολύτιμους λίθους. Μπορεί να της κόστισε μια περουσία η απόκτηση της στολής της, αλλά ένιωθε τόσο ικανοποιημένη με το τελικό αποτέλεσμα που δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.

Η Τζώρτζια αρκέστηκε σε κάτι υποδιαίστερο της εμφάνισης της φίλης της. -«Ο δικός μου μισθός δεν φτάνει να σε συναγωνιστώ» διαμαρτυρήθηκε καθώς στέκοταν στην σειρά του ταμείου.

Χαμογελούσαν κατά την επιστροφή στην εργασία τους. Εμφανώς ξετρελαμένες με τις επιλογές τους και ανυπόμονες για το εταιρικό πάρτυ.

     Σαν έφτασε η Κυριακή, κατά τις επτά και μισή η Μαρί ντυμμένη κόμισσα, ξεκίνησε για την Βίλα Φάντασμα, στο ακριβό προάστειο, έξω από την πόλη που ζούσε. Θα συναντιόταν με την Τζώρτζια στην Βίλα είχαν προσυμφωνήσει κατά το πρωϊνό τηλεφώνημα τους. Την βρήκε σχετικά εύκολα και πέρασε την μεταλλική σιδερένια πόρτα με το μικρό mini cooper της. Ένας κλόουν την σταμάτησε προκειμένου να παραλάβει το αυτοκίνητο στην είσοδο της βίλας.

     Ανέβηκε τα μεγαλοπρεπή σκαλοπάτια και πριν προλάβει να χτυπήσει το πανέμορφο ρόπτρο, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας Αρλεκίνος. Με μια βαθιά υπόκλιση της άφησε χώρο να περάσει. Βρέθηκε σε μια τεράστια αίθουσα. Ήδη αρκετοί με στολές μεταμφίεσης είχαν γεμίσει τις γωνιές της αίθουσας και τα έλάχιστα ομολογουμένως καθίσματα. Το σιγανό μουρμουρητό που ακούγονταν διακόπτηκε απότομα κατά την είσοδό της και αντικαταστάθηκε μ’ ένα επιφώνημα θαυμασμού. Στο γρήγορο σκανάρισμα της αίθουσας δεν αναγνώρισε κανέναν. Ελαφρώς χαμένη αναζητούσε μάταια την Τζώρτζια στους παρεβρισκόμενους. «Μάλλον δεν έχει φτάσει ακόμα» σκέφτηκε αποκαρδιωμένη. Αναζητούσε μια ελεύθερη γωνιά να σταθεί μέχρι να έρθει η φίλη της όταν ένας ψηλός κόμης στάθηκε δίπλα της. Το απαλό άγγιγμα στο χέρι της ανέστειλε την τάση της να μετακινηθεί. –«Μαζί εμείς» της ψυθίρισε. «Μόνο για σήμερα εμείς οι δυό μαζί!». Μάταια η Μαρί προσπαθούσε να καταλάβει ποιος ήταν. Η μάσκα από πορσελάνη κάλυπτε όλο του το πρόσωπο αφήνοντας δύο μαύρα μάτια να την κοιτούν διαπεραστικά. Ένιωθε να διαπερνούν όλο της το είναι. «Ευτυχώς που φορώ μάσκα» σκέφτηκε η Μαρί αλλιώς θα έβλεπε το ροδοκόκκινο χρώμα του προσώπου της. Αφέθηκε στην μαγεία της στιγμής, στην δίνη των συναισθημάτων, στην άρση των αναστολών κάτω από την κάλυψη της μεταμφίεσης. Τα βήματα τους τους οδήγησαν στο κέντρο της μαγάλης σάλας όπου ζευγάρια στριβολίζονταν στους ήχους της μουσικής. Ασυναίσθητα τους έκαναν χώρο οι υπόλοιποι. Ξεκίνησαν να χορεύουν ένα ερωτικό μπλουζ που σε κάθε κίνηση τα σώματα έρχονταν όλο και πιο κοντά, απόλυτα εναρμονισμένα μεταξύ τους και με την μουσική. Η αίθουσα είχε ασφυκτικά γεμίσει αλλά ελάχιστα το πρόσεξαν. Έκλεισαν τα αυτιά και τα μάτια στους γύρω και εστιασμένοι ο ένας στον άλλον δεν έδωσαν σημασία στην χοντρή κολομπίνα που με κακία ζάρωνε πλάι στην είσοδο.

Τα βήματά τους, τους οδήγησαν στην άκρη της τραπεζαρίας, δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία που έβγαινε στον κήπο. Εκεί την βρήκε το ατελείωτο φιλί του. Εκεί τους βρήκε και η ξαφνική διακοπή ρεύματος. Η αναστάτωση που επικράτησε στην σάλα δεν τους διέκοψε. Χαμένοι στην φλόγα του ερωτικού φιλιού και στην θύελλα των συναισθημάτων τους, συνέχισαν να αγγίζονται και να φιλιούνται σαν τούτο το φιλί να ήταν το τελευταίο της ζωής τους.

Το μεγάλο ‘μπαμ’ που ακούστηκε θα μπορούσε να ήταν ένα από τα χιλιάδες μπαλόνια που γέμιζαν την αίθουσα, αν ο εκκωφαντικός ήχος από γυαλιά που έπεφταν δεν γέμιζαν την αίθουσα. Φωνές και πανικός επικράτησε στην τρίλεπτη περίπου διακοπή. Σαν επανήλθε ο φωτισμός η μεγάλη τζαμαρία θρυμματισμένη, γεμάτη αίματα κείτονταν στο πάτωμα. Ένα κομμένο δάκτυλο φιγουράριζε πάνω σ’ ένα από τα κομμάτια της. Έξω στην βεράντα πάνω σε μια τεράστια κηλίδα αίματος το καπέλο της κόμισσας στραπετσαρισμένο μαζί με μια τούφα από τα μαλλιά της. Ένα αιχμηρό κομμάτι γυαλιού, στο σχήμα παγοκόφτη καρφωμένο στο στέρνο της κόμισσας δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τέλος της. Οι σειρήνες των περιπολικών έσκισαν την νεκρική ηρεμία που είχε καλύψει την μέχρι πρότινος γεμάτη θόρυβο, βίλα. Κάποιος θα τους είχε ειδοποιήσει, αλλά για την ώρα αυτό είχε ελάχιστη σημασία. Οι αστυνομικοί έφτασαν στην αίθουσα. Δόθηκε εντολή να μην αποχωρήσει κανείς από τους μάρτυρες. Κανείς δεν πρόσεξε την εξαφάνιση του κόμη. Ούτε και της χοντρής κολομπίνας η απουσία επισημάνθηκε από κανέναν. Παγωμένοι στέκονταν γύρω του πτώματος ενώ τραυματιοφορείς έδιναν τις πρώτες βοήθειες, πυροσβέστες και αστυνομικοί αναζητούσαν τα αίτια της τραγωδίας. Κανείς δεν σήκωσε τα μάτια προς την σκεπή της βίλας. Κανείς δεν πρόσεξε τα αίματα που άρχισαν να στάζουν από το λούκι της τετράρριχτης στέγης. Ο βαριά τραυματισμένος κόμης σερνόταν βίαια από την χοντρή κολομπίνα. Ένα τεράστιο κομμάτι γυαλί στα χέρια της δεν άφηνε και πολλές απορίες για τις προθέσεις της.

-«Ήθελες αυτή ε; Ήθελες αυτή μόνο για απόψε και μόνο οι δυό σας; Μια ζωή στέκομαι στην ‘άκρη’ και περιμένω να με προσέξεις. Μια ζωή σε βλέπω να χαίρεσαι τον θαυμασμό των άλλων γυναικών και σε μένα δεν έδωσες ποτέ σημασία. Σήμερα λοιπόν για τελευταία φορά σε είδα να δίνεις προτεραιότητα σε μια άλλη. Σήμερα και για τελευταία φορά θα είμαι εγώ αυτή που θα παρακαλάς να σου δώσει το φιλί της ζωής. Μόνο εμένα θα σκέφτεσαι καθώς θα εγκαταλείπεις τούτη την ζωή.» Ο σχεδόν παραληρηματικός της λόγος ήταν αδύνατο να ακουστεί από τον τραυματισμένο κόμη. Η τελευταία εικόνα της όμορφης κόμισσας στην αγκαλιά του ερχόταν μέσα σ’ ένα γαλάζιο νεφέλωμα στην σκέψη του. Το χαμόγελο της τον καλούσε κοντά της, ενώ ένα κύμα γαλήνης και αγάπης τον γέμισε. Έφευγε το ένιωθε. Μια άγνωστη φωνή κάπου στο βάθος απαιτούσε το φιλί του και την αγάπη του. Όσο εκείνος δεν αντιδρούσε τόσο έβγαινε εκτός ελέγχου εκείνη η φωνή.

     «ΑΑΑΑΑΑΑΑιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» ήχησε στον αέρα μια υστερική στριγγιά, καθώς το παραλληλόγραμμο κομμάτι γυαλιού κατέβηκε κάθετα στον λαιμό του. Το κεφάλι κύλησε από την σκεπή. Ένας γδούπος κι ύστερα σιωπή……

     Σαν αποσύρθηκαν οι μάσκες αναγνωρίστηκαν τα πτώματα. Οι δυο κενές θέσεις στην εταιρεία την επομένη δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για την απώλεια. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να εξηγήσει την ξαφνική εξαφάνιση της Τζώρτζιας. Κανείς και ποτέ δεν ταύτισε το συμβάν με την εξαφάνιση της.

Βλέπετε η Τζώρτζια ανήκε στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που φορούν ‘προσωπεία’ και μάσκες όλο τον χρόνο. Η ασχήμια της ψυχής τους καμουφλάρεται μέσα από ‘προσωπεία’ και ρόλους σε όλη την διάρκεια της ζωής τους. Για αυτούς το καρναβάλι έχει χάσει προ πολλού το νόημά του.