Τραγούδι : The one that got away – Katy Perry
Η μοίρα πάντα έπαιζε άσχημο παιχνίδι στην ζωή. Την μία όλα είναι τέλεια και την επόμενη; Όλα άνω – κάτω. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στην ζωή σου, αν αύριο θα είσαι ζωντανός. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στην τέλεια ζωή της Μαργαρίτας και του Άγγελου Αναγνώστου. Ότι χαρτί κι αν σου έριξε η μοίρα, μάθε να το παίζεις έξυπνα.
ONE CHAPTER – MINI STORY
ΚΟΙΤΟΥΣΑ αδιάκοπα το τατουάζ που είχαμε κάνει και οι δύο, ήταν το ίδιο τατουάζ που κοσμούσε το πιο απόκρυφο μας σημείο. Γέλασα στην θύμηση σου, μα την ίδια στιγμή η καρδιά μου γινόταν χίλια κομμάτια.
Ποιος μπορούσε να το φανταστεί; Πως έπειτα από όλα όσα είχαμε περάσει, με είχες εγκαταλείψει. Προσπάθησα μάταια να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, καιρό τώρα ήθελα να κάνω την καρδιά μου πέτρα για να μην νιώθει. Να μην νιώθει τον πόνο που προκαλούσε η αισθητή απουσία σου. Ποιος να μου το έλεγε; Πως θα έφευγες χωρίς να το ξέρεις ούτε εσύ ο ίδιος; Πως τελικά εσύ ήσουν ο ένας που έλεγα πως είχε φύγει;
«Μωρό μου; Φέρε μου σε παρακαλώ τον στεγνωτήρα» φώναξα μέσα από το μπάνιο. Μάζεψα τα μαλλιά μου σε μια πετσέτα και άφησα τον εαυτό μου εκτεθειμένο. Σε άκουσα να μουρμουράς κάτι από το δωμάτιο μας, «Τι είπες;» γρύλισα βγάζοντας το κεφάλι μου έξω από το μπάνιο.
«Αμέσως!» φώναξες όλο χαρά και τρέλα καθώς μου έδινες τον στεγνωτήρα. Στραβομουτσούνιασα μαχόμενη να καταλάβω την ειρωνεία σου. Σούφρωσα τα χείλη μου και τον άρπαξα μέσα από τα χέρια σου. Έκλεισα την πόρτα σχεδόν αστραπιαία, εάν απαντούσα πίσω τώρα θα βρισκόμασταν στο πάτωμα, μαχόμενοι να βγούμε νικητές.
Έπαιξε στο μυαλό μου το αγαπημένο μας τραγούδι, αυτό που μου είχες αφιερώσει όταν πρωτογνωριστήκαμε και τότε ήταν που άθελα μου άρχισα να το τραγουδάω. Κούνησα το γυμνό μου σώμα στον ρυθμό του τραγουδιού που ακόμη έπαιζε στο μυαλό μου. Τότε ένιωσα την αύρα σου να βρίσκεται πλάι μου, ξαφνιάζοντας με. Σε είδα μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη που κοσμούσε όλο τον τοίχο και τινάχτηκα ολόκληρη.
Με άρπαξες με τα δύο σου χέρια από την μέση ακουμπώντας με στο σώμα σου, «Με προκαλείς μικρή…» προσπάθησα να ξεφύγω από τα δεσμά σου χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Έγειρες το κεφάλι σου αργά προς εμένα, πιο συγκεκριμένα προς το στόμα μου. Η αναπνοή που άφησες να ξεφύγει στον λαιμό μου, με είχε διεγείρει ολόκληρη.
Αποφάσισες λοιπόν να αφήσεις για ακόμη μια φορά το στίγμα σου επάνω μου, λες και δεν το είχες κάνει αρκετές φορές. Σε σταμάτησα ξαφνιάζοντας σε και έτρεξα προς το δωμάτιο μας. Το στόμα σου ορθάνοικτο, προσπαθώντας να συλλαβίσεις τις λέξεις που σκεφτόσουν.
«Θα αργήσουμε» φόρεσα τα εσώρουχα μου και σε έβλεπα εκεί, να στέκεσαι αμίλητος. Εκνευρισμένος που είχα κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο μόλις τώρα. Σε κοίταξα και δεν μπορούσα να μην σκάσω από τα γέλια, «Έλα τώρα; Έχει θιχτεί ο ανδρισμός σου;» σε κορόιδεψα.
Μου επιτέθηκες σχεδόν ακαριαία, δεν άντεχες στην σκέψη πως σε κορόιδευα. Ή έστω πως σου αντιμιλούσα με τόση άνεση. Με έριξες στο κρεβάτι σαν να ήμουν ένα πούπουλο για σένα, δεν είχες κάνει καν την ελάχιστη προσπάθεια για να με σηκώσεις με τα μπράτσα σου.
«Άσε με ήσυχη!» σου φώναξα όσο μπορούσα αφού γελούσα με την ψυχή μου. Άρχισα να διασχίζω όλο το δωμάτιο με σκοπό να μην με πιάσεις.
«Που νομίζεις ότι πας;» γρύλισες περπατώντας. Ούτως ή άλλως, ένα δικό σου βήμα ισοβαθμούσε με δέκα βήματα δικά μου. Κάτι τέτοιες στιγμές μετάνιωνα που γεννήθηκα κοντή.
«Μακριά σου» ετοιμαζόμουν να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μας αλλά με είχες ήδη αιχμαλωτίσει στην αγκαλιά σου.
«Τέρας! Άσε με!» δεν είχα άλλη δύναμη να φωνάξω, την είχα σπαταλήσει όλη στο γέλιο μου.
Με έκανες να σωπάσω δίνοντας μου ένα από τα ωραιότερα φιλιά που είχαμε δώσει μέσα σε τόσα χρόνια. Αυτό όχι, δεν μπορούσα να το σταματήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, αφήνοντας τον εαυτό μου να απολαύσει μια τόσο μοναδική στιγμή. Με το δεξί μου χέρι άγγιξα το ξυρισμένο σου πρόσωπο. Σε χάιδεψα απαλά και μετέφερα το χέρι μου στα μαλλιά σου. Έμπλεξα τα δάχτυλα μου ανάμεσα τους, τραβώντας τα ελαφρώς.
Οι πεταλούδες στο στομάχι μου πλέον ήταν ανεξέλεγκτες, βρίσκονταν παντού. Μετανάστευσαν σε όλη την ατμόσφαιρα του χώρου, τόσο μεγάλη ήταν και η αγάπη μας. Δεν μπορούσε να την ελέγξει κανείς. Ούτε ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός.
Με απαλές κινήσεις άρχισες να με κατευθύνεις με το σώμα σου, με έγειρες στο κρεβάτι και επανέλαβες τις ίδιες κινήσεις. Γαμώτο, αν δεν συνερχόμουν γρήγορα θα χάναμε το καλό κομμάτι.
«Θα αργήσουμε…» ψιθύρισα μέσα στους αναστεναγμούς μου.
«Σε θέλω» με δύο λέξεις με είχες κάνει να λιώνω για πάρτη σου.
ΧΤΕΝΙΣΑ ξανά τα μαλλιά μου προσπαθώντας να τα τιθασέψω, «Κούμπωσε μου το φόρεμα, σε παρακαλώ» σου είπα και το μόνο που άκουγα όταν έβγαινα από το μπάνιο ήταν τις γόβες μου να ηχούν σε όλο το σπίτι. Σε είδα να με πλησιάζεις, σχεδόν απειλητικά μπορούσα να πω, «Τα πάντα για εσάς, μαντάμ» τράβηξες το φερμουάρ μέχρι πάνω και μου άφησες ένα τρυφερό φιλί στον εκτεθειμένο μου ώμο.
«Έτοιμη» δήλωσα και πήρα την τσάντα από το κομοδίνο μου. Μου ένεψες καταφατικά και βγήκαμε έξω από το δωμάτιο για να κατέβουμε τις σκάλες. Προχώρησα πρώτη, πράγμα που με έκανε να νιώθω τελείως εκτεθειμένη στα μάτια σου.
«Μην με γδύνεις με τα μάτια σου…» σε προκάλεσα ισιώνοντας το φόρεμα μου. Σου χαμογέλασα πλατιά όταν άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα έξω. Προχώρησα προς το αυτοκίνητο σου και τότε σε είδα να τρέχεις δίπλα μου.
Μου πέταξες τα κλειδιά κλείνοντας μου το μάτι σου, «Δείξε μου τις ικανότητες σου, γυναίκα!» γέλασες αυτάρεσκα. Πάγωσα για μια στιγμή αλλά αμέσως άρχισα να χοροπηδάω από την χαρά μου. Καιρό τώρα σου ζητούσα να με αφήσεις να οδηγήσω το πολύτιμο σου αυτοκίνητο. Επιτέλους!
Με γοργά βήματα – όσο γοργά μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς με τις γόβες που φορούσα – προχώρησα προς την πόρτα του οδηγού. Άνοιξα την πόρτα και κάθισα στην καρέκλα, σου χαμογέλασα με το καλύτερο μου χαμόγελο ξεκινώντας το αυτοκίνητο.
Διασχίζαμε μαζί τους μοναχικούς δρόμους, δεν με ένοιαζε όμως φτάνει που σε είχα δίπλα μου. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, σου έριξα μια κλεφτή ματιά. Μεγάλο λάθος, κάτι που μου κόστισε εσένα.
«Πρόσεξε!» φώναξες και έδειξες τον δρόμο μπροστά σου. Δεν έχασα λεπτό, ακολούθησα με το βλέμμα μου εκεί που έδειχνες. Αυτοκίνητο της αντίθετης κατεύθυνσης είχε μπει στην δική μας πορεία, ξεπερνώντας μάλιστα το όριο ταχύτητας κατά πολύ. Προσπάθησα να αποτρέψω το μοιραίο, έστριψα το αυτοκίνητο όσο πιο γρήγορα αλλά είχε κάνει την ίδια κίνηση και το αντίθετο αυτοκίνητο όταν είχε αντιληφθεί το λάθος που είχε κάνει.
Η σύγκρουση ήταν ακαριαία, το αυτοκίνητο μας πήρε ανάποδες στροφές. Ζαλισμένη κοίταξα για ένα δευτερόλεπτο έξω από το παράθυρο και μας έβλεπα να κάνουμε κύκλους στον αέρα. Μου ξέφυγε ένα δάκρυ κι αμέσως κοίταξα εσένα. Την επόμενη στιγμή ένιωσα την σύγκρουση να καίει την σπονδυλική μου στήλη. Προσπάθησα να ξεφωνίσω έστω και ένα φωνήεν δίχως να το καταφέρνω. Η γεύση του αίματος μέσα στο στόμα μου με είχα πικράνει ολόκληρη, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Σε κοίταξα, ανάποδα που βρισκόμασταν μέσα στο αυτοκίνητο, στην θέση του συνοδηγού. Τα μάτια σου ήταν κλειστά, η ζώνη είχε κάνει το θαύμα της και με τους δύο μας. Έσυρα το χτυπημένο μου χέρι για να σε σκουντήσω.
«Άγγελε…» ψέλλισα, «Ξύπνα» τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια μου. Σε έβλεπα εκεί άψυχο να μην ανταποκρίνεσαι στα καλέσματα μου.
Δεν μπορούσα να το αντέξω, δεν μπορούσα να σε χάσω. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με την σκέψη σου, με το άγγιγμα σου.
Η ελπίδα μέσα μου είχε ξαναγεννηθεί όταν σε είδα να ανοίγεις ζόρικα τα μάτια σου. Γέλασες φανερώνοντας το ματωμένο σου χαμόγελο.
«Μωρό μου…» ξεστόμισες σιγανά. Καρδιά μου…
«Να προσέχεις το μωρό μας» δεν καταλάβαινα τι εννοούσες με τις λέξεις σου. Προσπαθούσα να συναρμολογήσω το παζλ στο μυαλό μου χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Έκλεισες ξανά τα μάτια σου και πήρες όσα σπασμένα κομμάτια είχαν απομείνει για να την πω “καρδιά”. Πονούσα σωματικά αλλά δεν με ένοιαζε, άρχισα να κλαίω γοερά. Σε ταρακουνούσα ολόκληρο για να ξυπνήσεις. Για να αρχίσεις να γελάς λέγοντας μου πόσο κότα ήμουν, πόσο πολύ έπρεπε να δω το πρόσωπο μου στην φάρσα που μου είχες μόλις κάνει.
«Μην με αφήνεις, σε εκλιπαρώ, μην είσαι αυτός που θα πρέπει να λέω πως έφυγες» ένιωσα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Άρπαξα το χέρι σου και το έφερα μέχρι το μάγουλο μου. Άρχισα να με χαϊδεύω, προσπαθώντας να νιώσω ξανά το άγγιγμα σου. Τίποτα δεν ήταν ίδιο όμως πια. Η ζωή μου είχε παίξει άσχημο παιχνίδι.
ΓΟΝΑΤΙΣΑ μπροστά στον τάφο σου, μόνο αυτό μπορούσα και είχα την δυνατότητα να κάνω τώρα πια. Οι φωτογραφίες σου που είχαν πιάσει στον φακό τους τις καλύτερες μας αναμνήσεις, κοσμούσαν δεξιά και αριστερά τον ιερό σου τόπο. Δεν άντεξα, έκλαψα όσο ποτέ.
«Μαμά; Μην κλαις!» άκουσα μια τσιριχτή φωνή να μου λέει θυμωμένα. Κοίταξα δίπλα μου και είδα το μικρό μας κοριτσάκι με σταυρωμένα τα χέρια. Με έκανε να γελάσω με την ψυχή μου με την στάση που είχε πάρει.
Βλέπεις, την επόμενη βδομάδα από το μοιραίο, είχα ανακαλύψει πως ήμουν έγκυος. Χρόνια προσπαθούσαμε να κάνουμε μωρό κι όταν αποφάσισες πως ήταν ώρα να φύγεις, αποφάσισες να μου κάνεις ένα αποχαιρετιστήριο, μα παντοτινό δώρο.
«Δεν αρέσει στον μπαμπά να σε βλέπει έτσι!» χτύπησε την πατούσα του ποδιού της στο πάτωμα.
«Έλα εδώ…» της χαμογέλασα ανοίγοντας ορθάνοικτα τα χέρια μου. Δεν έχασε ούτε λεπτό, χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου και την αγκάλιασα σφικτά. Ήταν σαν να μύριζα εκείνον.
«Σ’ αγαπώ» της άφησα ένα φιλί στο μάγουλο.
Η ζωή δεν μας έπαιζε πάντα το παιχνίδι που επιθυμούσαμε, μας είχε φυλαγμένο ένα άσσο στο μανίκι. Ένα σκοτεινό, παρμένο από το κακό, άσσο στο μανίκι. Που κανείς δεν ήθελε ποτέ να ρίξει στο τραπέζι. Έπρεπε όμως, μιας και είχαν τελειώσει όλα τα καλά χαρτιά. Όλα γίνονται για έναν λόγο και αυτός ο λόγος μπορεί να είναι ο παράδεισος για άλλους.
Έριξα μια ακόμη ματιά στο τατουάζ μου και βαθιά μέσα μου ήξερα πολύ καλά, σε λάτρευα όσο κανέναν άλλο. Ίσως σε μια άλλη ζωή να ξανασυναντιόμασταν και αυτή τη φορά, να πήγαιναν όλα όπως ακριβώς τα θέλαμε. Να μην ήσουν αυτός που έπρεπε να φύγει, έτσι ξαφνικά…